ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΜΙΝΧΑΟΥΖΕΝ ΔΙΑ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΥ;
Μία ψυχική διαταραχή που γεννάει πολλά ερωτήματα είναι το Σύνδρομο Μινχάουζεν διά αντιπροσώπου. Προσπαθούμε να απαντήσουμε στα πιο βασικά.
Το σύνδρομο Μινχάουζεν διά αντιπροσώπου είναι μια ψυχική κλινική διαταραχή κατά την οποία εκείνος που το έχει δημιουργεί ή προκαλεί ασθένεια ή τραυματισμό σε ένα άτομο υπό τη φροντίδα του, όπως ένα παιδί, έναν ηλικιωμένο ή ένα άτομο που έχει αναπηρία. Αυτή είναι και η διαφορά του με την έτερη εκδοχή του συνδρόμου, κατά την οποία το άτομο επινοεί ή προκαλεί ασθένειες στον εαυτό του.
Με αφορμή τη δήλωση της μητέρας των τριών νεκρών κοριτσιών στην Πάτρα, Ρούλας Πισπιρίγγου, ότι η ίδια θα δεχόταν πρόθυμα να εξεταστεί από ψυχίατρο για το σύνδρομο Μινχάουζεν διά αντιπροσώπου, προσπαθούμε να απαντήσουμε σε 7 βασικά ερωτήματα που προκύπτουν.
1. Ψυχική ασθένεια, κακοποίηση ή παραβατική συμπεριφορά;
Στη διεθνή βιβλιογραφία απαντάται ως MBP (Munchausen by Proxy) και επινοήθηκε από τον καθηγητή παιδιατρικής Roy Meadow το 1977, ως μορφή παιδικής κακοποίησης. Ο όρος διατυπώθηκε για να περιγράψει δύο περιστατικά, όπου παιδιά έφεραν συμπτώματα του μέχρι τότε γνωστού Συνδρόμου Μινχάουζεν ως αποτέλεσμα της αναπόφευκτης εξάρτησης από τις μητέρες τους. Με άλλα λόγια, οι μητέρες πρόβαλαν στα παιδιά τη δική τους ανάγκη να είναι ασθενείς, προκαλώντας τους σκοπίμως συμπτώματα.
Το σύνδρομο ορίζεται πλέον ως «πλασματική ψυχική διαταραχή επιβαλλόμενη σε άλλον» και το αποτέλεσμά της είναι η παραβατική συμπεριφορά. Αν και πλέον το MBP αφορά οποιαδήποτε σχέση εξαρτημένου ατόμου από φροντιστή (μπορεί να είναι ένας νοσηλευτής με τους ασθενείς του), έχει ενδιαφέρον ότι η πρώτη καταγραφή του έγινε βάσει της απόλυτα εξαρτημένης σχέσης φροντίδας που έχει ένα παιδί με τη μητέρα του. Ειδικά μάλιστα ένα παιδί κάτω των 6 ετών.
Εκείνο που έχει μείνει ως παρακαταθήκη από τον Meadow –χωρίς ωστόσο να ανήκει στην επιστημονική του δικαιοδοσία– είναι μια φράση, γνωστή σαν τον νόμο του Meadow: «Ένας ξαφνικός βρεφικός θάνατος είναι τραγωδία, δύο είναι ύποπτοι και τρεις είναι φόνος, εκτός αν αποδειχθεί διαφορετικά».
2. Ποιο είναι το προφίλ του θύτη;
Στην Εγκληματολογία, οι δράστες αναφέρονται ως «άγγελοι του θανάτου». Σπανίως σταματούν σε ένα μόνο θύμα. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία (94%-99%) οι θύτες είναι μητέρες. Η μητέρα αυτή πολλές φορές έχει εκπαίδευση ή ενδιαφέρον για τον ιατρικό κλάδο.
Μπορεί να ασκεί κάποιο επάγγελμα στον χώρο της υγείας ή να είναι πολύ διαβασμένη όσον αφορά τις ασθένειες και τα συμπτώματά τους. Έτσι, μπορεί να ξεγελά ακόμη και τους γιατρούς, παρουσιάζοντας ή προκαλώντας αληθοφανή συμπτώματα.
Σε κάθε περίπτωση, ο θύτης έχει την κύρια και αποκλειστική φροντίδα του θύματος. Το θύμα δηλαδή είναι απολύτως εξαρτημένο από αυτόν. Είναι ο «αντιπρόσωπος» σε αυτό που αποκαλούμε σύνδρομο Μινχάουζεν διά αντιπροσώπου. Πρόκειται για ανήμπορα άτομα (ηλικιωμένους, βαριά ασθενείς, παιδιά και βρέφη). Σε αυτή την περίπτωση, συνήθως ο δράστης ασκεί κάποιο παραϊατρικό επάγγελμα π.χ. νοσηλευτής, ώστε να έχει πρόσβαση σε άτομα-θύματα.
Δεν αποκλείεται φυσικά να είναι και άντρας, ωστόσο είθισται να είναι γυναίκα, επειδή η ευθύνη της φροντίδας είναι συνήθως γένους θηλυκού. Συχνά έχει βιώσει στο παρελθόν ψυχικές διαταραχές, όπως κατάθλιψη, διαταραχές προσωπικότητας ή έχει η ίδια σύνδρομο Μινχάουζεν. Πιθανότατα πρόκειται για άτομο με μηδενική αυτοεκτίμηση, το οποίο μέσα από τον «έλεγχο ζωής» που ασκεί στα θύματα εισπράττει την αυτοεκτίμηση που χρειάζεται.
3. Ποια είναι τα κίνητρα στο σύνδρομο Μινχάουζεν διά αντιπροσώπου;
Δεν υπάρχουν εδώ τα κίνητρα που θα περιμέναμε από έναν κοινό εγκληματία. Ο δράστης είναι ψυχικά διαταραγμένος, οπότε δεν αναζητά κάποιο οικονομικό όφελος, ούτε έχει κέρδος από τον θάνατο του θύματος. Ο θύτης εμφανίζεται ως αφοσιωμένος φροντιστής, ως «άγγελος του ελέους».
«Επιδιώκει τη συμπάθεια και τη θετική προσοχή τόσο του υγειονομικού προσωπικού, όσο και του περίγυρου που βλέπει πόσο βασανίζονται ο ανήμπορος και ο φροντιστής του. Σε άλλες περιπτώσεις, το κίνητρο μπορεί να είναι η επίδειξη των ιατρικών γνώσεών του και η είσπραξη της αποδοχής και αναγνώρισης που πιθανόν έχει στερηθεί. Ή η αποφυγή άλλων ευθυνών, καθώς κανείς δεν θα ζητήσει από μια αφοσιωμένη στο άρρωστο παιδί της μητέρα να αναλάβει κι άλλες ευθύνες. Ακόμη και η επιστροφή ενός αδιάφορου ή άπιστου συζύγου ή απλώς η νοηματοδότηση της ζωής, το αίσθημα ότι κάνει κάτι καλό», αναφέρει ο ψυχίατρος Ορέστης Γιωτάκος, MD, MSc, PhD, επιστημονικός διευθυντής της ΑΜΚΕ Ομπρέλα - Νευροεπιστήμες & Ψυχική Υγεία.
4. Πώς φτάνει κάποιος να διαπράξει κάτι τέτοιο;
Αναρωτιέται κανείς πώς ειδικά μια μητέρα φτάνει να κάνει κακό κατ’ επανάληψη στο ίδιο της το παιδί, πολύ περισσότερο σε όλα της τα παιδιά. «Πρόκειται για σπάνιες ψυχιατρικές περιπτώσεις που έχουν πιθανόν τη βάση τους στη μέγιστη ανάγκη του ατόμου να κατέχει τον έλεγχο. Να κατέχει τον έλεγχο της θεραπείας, της υγείας, της ζωής, ακόμη και του θανάτου, προφανώς ως αναπλήρωση άλλων κομματιών για τα οποία έχει απολέσει τον έλεγχο», εξηγεί ο κ. Γιωτάκος.
Οι επιστήμονες δεν είναι απολύτως βέβαιοι για το τι προκαλεί το σύνδρομο Μινχάουζεν διά αντιπροσώπου, πιθανολογούν όμως ότι σχετίζεται με προβλήματα κατά την παιδική ηλικία του θύτη. Οι θύτες έχουν συνήθως πρόβλημα στην αντιμετώπιση του στρες, έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση και νιώθουν ότι έχουν χάσει τον έλεγχο της ζωής τους. Αναζητούν, άθελά τους, τρόπο να ανακτήσουν τον έλεγχο, αλλά και να γίνουν αποδεκτοί, συμπαθείς από τον περίγυρο.
Ο θύτης δεν βλέπει τη συμπεριφορά του ως επιβλαβή. Προσπαθεί να κερδίσει την αποδοχή, θέλει να είναι απαραίτητος και επινοεί προβλήματα στους άλλους, ώστε να είναι απαραίτητος. Φανταστείτε έναν άνθρωπο του οποίου η ζωή αποκτά νόημα από την προσφορά στους άλλους. Αν οι «άλλοι» είναι ευπαθείς, απολύτως αβοήθητοι άνθρωποι, μοιάζει αυτό να τον καθιστά ακόμη πιο απαραίτητο, ακόμη πιο «σωτήρα».
Το λεγόμενο σύνδρομο της νοσοκόμας, που το βλέπουμε συχνά σε άτομα τα οποία θέλουν να φροντίζουν άρρωστους ή προβληματικούς ανθρώπους, βρίσκεται στην ίδια ευθεία, αλλά αρκετά μακριά από το σύνδρομο Μινχάουζεν διά αντιπροσώπου. Στην πρώτη περίπτωση, το άτομο αντλεί ικανοποίηση από την ευπάθεια του άλλου. Στη δεύτερη, φτάνει στην πρόκληση του προβλήματος.
Όσο κι αν ακούγεται παράξενο, υπάρχουν μητέρες που νιώθουν πιο άξιες, πιο χρήσιμες, πιο αγαπητές οι ίδιες, αν το παιδί τους τις χρειάζεται για πάντα. Πώς θα τις χρειάζεται για πάντα; Αν είναι άρρωστο. Χωρίς να υπάρχει καμία λογική σε αυτό, βασίζουν στην όποια ανημπόρια του παιδιού τους τη δική τους αξία, αισθάνονται ότι έτσι έχει νόημα η ζωή τους.
Εφόσον, τώρα, υπάρχει διαταραχή, η εικόνα που έχει η μητέρα για την ίδια και την πραγματικότητα είναι σαφώς διαταραγμένη, στρεβλωμένη, με αποτέλεσμα να φτάνει στο σημείο να βλάψει ακόμη και κατ’ επανάληψη το εξαρτώμενο από αυτήν άτομο, ώστε να παραμείνει για πάντα εξαρτώμενο από αυτήν.
Είναι χαρακτηριστικό ότι σε πολλές περιπτώσεις τα θύματα δηλητηριάζονται σταδιακά, καθώς ο θύτης αποζητά τον οίκτο και την αποδοχή ταυτόχρονα. Σε αυτό το παιχνίδι πρόκλησης οίκτου, αποδοχής και ελέγχου που εκτυλίσσεται στην ψυχή του, ο έλεγχος κάποια στιγμή παίρνει τον πρώτο ρόλο. Σκοτώνοντας το θύμα του αποκτά τον πλήρη έλεγχο της ζωής του. Ταυτόχρονα γίνεται ο ίδιος ο θύτης σχεδόν θύμα, αποδέκτης του απόλυτου οίκτου και της συμπάθειας του περίγυρου.
Στη συνέχεια, όμως, χρειάζεται να νιώσει ξανά απαραίτητος, χρήσιμος, αποδεκτός και περνάει στο επόμενο θύμα. Ο δράστης δεν έχει συνείδηση των πράξεών του. «Πρόκειται για έναν ψυχικό μηχανισμό εκτροπής, που έχει στηθεί για να καλύψει κεφαλαιώδη προσωπικά κενά», θα πει ο κ. Γιωτάκος. Ένα τεχνητό οικοδόμημα, ένα αφήγημα που χτίζεται σε υπαρξιακές αγωνίες, σε ψυχικά κενά που δεν μοιράζονται κανένα κοινό με την πραγματικότητα.
Ο θύτης δεν είναι παρανοϊκός, ζει μια κατά τα λοιπά φυσιολογική ζωή, δεν πιστεύει ότι διαπράττει κάτι κακό, δεν έχει δηλαδή επίγνωση των πράξεών του. Ζει μέσα στο «παραμύθι» που έχει φτιάξει, ώστε να νιώθει χρήσιμος, αποδεκτός και σωτήρας.
5. Πώς θα αναγνωρίσει κανείς τον θύτη
- Ο θύτης μπορεί να παρουσιάζεται άνετος ή ακόμα και χαρούμενος μπροστά σε ανακοινώσεις γιατρών για σοβαρές επιπλοκές.
- Εργάζεται συχνά στον τομέα της υγείας, λόγω του αυξημένου ενδιαφέροντος του για τις ασθένειες.
- Τα συμπτώματα του θύματος υποχωρούν με την απομάκρυνση από κοντά του.
- Ένα παιδί έχει μια επαναλαμβανόμενη ή ασυνήθιστη ασθένεια και δεν μπορεί να βρεθεί ο λόγος.
- Το παιδί δεν βελτιώνεται, ακόμη και με θεραπείες που θα έπρεπε να βοηθήσουν.
- Ο άλλος γονέας δεν συμμετέχει στη θεραπεία του παιδιού, παρόλο που η κατάσταση του παιδιού μπορεί να είναι σοβαρή.
- Ένα άλλο παιδί στην οικογένεια είχε ανεξήγητη ασθένεια ή θάνατο.
6. Υπάρχει μεταμέλεια; Υπάρχει θεραπεία;
Τι συμβαίνει, όταν αποκαλυφθεί η αλήθεια, το έγκλημα; Μπορεί να κατανοήσει ο δράστης τι διέπραξε; «Η οποιαδήποτε αποκάλυψη ανήκει στον χώρο της υλικής πραγματικότητας, που συχνά μοιράζεται λίγα κοινά με αυτόν της ψυχικής», αναφέρει ο κ. Γιωτάκος υποδηλώνοντας πως ο δράστης δεν μπορεί ουσιαστικά να μετανιώσει, αφού ο ψυχικός κόσμος που έχει φτιάξει και στον οποίο ζει είναι βασισμένος σε υποκατάστατα. Είναι μία επινόηση που έχει συνθέσει ο ίδιος για να μπορεί να συνδιαλέγεται με τον κόσμο και να διαχειρίζεται την κοινωνική ζωή.
Ο θύτης στο σύνδρομο Μινχάουζεν διά αντιπροσώπου δεν έχει χάσει τη συνείδησή του με την έννοια που αυτή ορίζεται στην ψυχιατρική, αλλά δεν μπορεί να αποδεχτεί ότι έχει διαπράξει έγκλημα. Στο δικό του μυαλό, παραμένει ο δυστυχής γονιός, ο άνθρωπος-θυσία, ο φύλακας-άγγελος του παιδιού του. Μοιάζει σα να καθοδηγείται από τις παράλογες σκέψεις του. Ζει σε ένα ψέμα.
Αν ο δράστης δεν μπορεί να παραδεχτεί το πρόβλημά του, αναρωτιόμαστε ποια θεραπεία μπορεί να υπάρξει. «Δεν υπάρχει κάποια συγκεκριμένη θεραπεία για το σπάνιο αυτό σύνδρομο, αφού τα αίτιά του ανήκουν ακόμη στον χώρο των υποθέσεων. Στόχος μας θα πρέπει να είναι η εξάλειψη των εμφανών τουλάχιστον παθολογικών στοιχείων, ώστε να περιοριστούν στο ελάχιστο οι πιθανότητες υποτροπής», αναφέρει ο κ. Γιωτάκος.
Και συνεχίζει: «Η οποιαδήποτε θεραπεία, πάντως, ψυχοκοινωνική ή φαρμακολογική, θα πρέπει να στοχεύει στα ιδιαίτερα χαρακτηριολογικά στοιχεία και ανάγκες του ατόμου, καθώς και σε τυχόν υποκείμενες οργανικές (π.χ. θυρεοειδοπάθεια) ή ψυχικές νόσους (π.χ. κατάθλιψη, διαταραχή προσωπικότητας κ.ά.)».
Η συμβουλευτική και η ψυχολογική παρακολούθηση είναι ένας δρόμος, δεν αποκλείεται όμως ο δράστης να επαναλάβει τη συμπεριφορά του και μετά την όποια ψυχολογική παρέμβαση.
7. Τι συμβαίνει με τον πατέρα;
Εάν ο θύτης είναι μια μητέρα, συχνά βλέπουμε δίπλα της έναν απόμακρο από την οικογένεια πατέρα, που εμφανίζεται αμέτοχος και αφήνει στη σύζυγό του την πλήρη ευθύνη της φροντίδας των παιδιών. Ίσως, λοιπόν, εκείνη να προσπαθεί με αυτόν τον τρόπο να τραβήξει το ενδιαφέρον του. Να τον κάνει να την προσέξει, να αναγνωρίσει την αξία της, αλλά και να έρθει πιο κοντά στην οικογένειά του.
Ο πατέρας συνήθως δεν καταλαβαίνει τι συμβαίνει. Δεν πρόκειται δηλαδή για κάποιον συνεργό στο έγκλημα. Είναι πεπεισμένος από όσα ακούει από τη σύζυγο και τους γιατρούς και δεν ενδιαφέρεται να μάθει περισσότερα.
Όταν έρχεται η στιγμή της αποκάλυψης, θα δυσκολευτεί πολύ να πιστέψει την αλήθεια. Διότι τόσα χρόνια θεωρούσε ότι ήξερε τον άνθρωπο με τον οποίο ζούσε. Δεν χωράει στο μυαλό του ότι η μητέρα των παιδιών έχει διαπράξει κάτι τέτοιο. Ωστόσο, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων και αφού περάσει κάποιο διάστημα μηνών συνήθως, θα μπορέσει να κοιτάξει κατάματα την αλήθεια και να συνειδητοποιήσει τι έχει συμβεί.
Θα πρέπει ωστόσο να τονιστεί ότι κάθε περίπτωση είναι διαφορετική και δεν υπάρχουν απόλυτες εξηγήσεις, ούτε απόλυτες ομοιότητες.