ΕΙΝΑΙ ΑΠΙΣΤΕΥΤΟ ΠΟΣΑ ΧΡΟΝΙΑ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΓΕΡΑΣΟΥΝ ΤΑ ΚΥΤΤΑΡΑ ΜΑΣ ΜΕΣΑ ΣΕ ΛΙΓΕΣ ΩΡΕΣ
Είχες σκεφτεί ποτέ ότι τα κύτταρά μας δεν γερνούν πάντα με τον ίδιο ρυθμό, που σημαίνει ότι πραγματικά μπορεί να επιβαρυνθούν σημαντικά μέσα σε λίγες ώρες;
Καθώς το προσδόκιμο ζωής αυξάνεται και οι απειλές για την ανθρώπινη ζωή πληθαίνουν με εκνευριστική συνέπεια (πλέον, αφορούν και πράγματα που δεν βλέπουμε, όπως το άγχος, τα μικροπλαστικά ή ο αέρας που αναπνέουμε), χιλιάδες επιστήμονες σε όλον τον κόσμο προσπαθούν να νικήσουν κάποιους από τους βασικούς εχθρούς.
Οι μελετητές της επιστήμης της γήρανσης ασχολούνται με τρόπους που θα μπορούμε να νικήσουμε τις ασθένειες που έρχονται παρέα με το γήρας. Το οποίο, ως γνωστόν, δεν έρχεται μόνο.
Προκειμένου να προβλέψουν τον κίνδυνο ασθενειών που σχετίζονται με την ηλικία, έχουν εστιάσει στο πώς μπορούν να υπολογίσουν τη βιολογική ηλικία. Δηλαδή, αυτή όχι αυτή που δείχνει η ημερομηνία γεννήσεως κάποιου, αλλά εκείνη που δείχνουν τα κύτταρά του, η οποία τελικά είναι και η μόνη που έχει σημασία.
Πρόσφατη μελέτη αποκαλύπτει πως ο τρόπος υπολογισμού που χρησιμοποιείται έως τώρα ίσως να μην είναι συνεπής. Τα περισσότερα από τα εκατό τρισεκατομμύρια κύτταρα που έχει το ανθρώπινο σώμα διαθέτουν έναν γενετικό κώδικα που, όταν αποκρυπτογραφηθεί, «λέει» στο σώμα μας πώς να φτιάξει τις πρωτεΐνες που χρειάζεται για την επιβίωση.
Με το πέρασμα του χρόνου και τις κακουχίες, γίνονται κάποιες μικρές τροποποιήσεις ώστε να μπορούν τα κύτταρα να ερμηνεύουν σωστά τις «οδηγίες», χωρίς όμως να αλλάξει όλος ο κώδικας. Συχνά οι συσσωρεύσεις αυτών των λεγόμενων επιγενετικών αλλαγών χρησιμοποιούνται για την εκτίμηση της βιολογικής ηλικίας των κυττάρων και των ιστών μας.
Ωστόσο, ερευνητές στη Λιθουανία προτείνουν πως θα ήταν χρήσιμο να είναι όλοι στο εξής πιο προσεκτικοί με τέτοιους υπολογισμούς, καθώς όπως είδαν στη μελέτη τους οι τροποποιήσεις μπορεί να κυμαίνονται κατά τη διάρκεια της ημέρας. Βάσει των ευρημάτων της εργασίας τους, ο έλεγχος που γίνεται σε ένα μόνο δείγμα ιστού δεν είναι τόσο ακριβής, ως προς τη βιολογική ηλικία.
Η ομάδα εξέτασε 17 διαφορετικά επιγενετικά «ρολόγια» μέσα στα λευκά αιμοσφαίρια, μέσω λήψης δειγμάτων αίματος από έναν άντρα 52 ετών, κάθε τρεις ώρες σε διάστημα 72 ωρών.
Όπως αναφέρει η δημοσίευση της έρευνας, τα 13 από τα 17 επιγενετικά «ρολόγια» εμφάνισαν ουσιαστική διαφορά κατά τη διάρκεια της ημέρας. Πιο συγκεκριμένα, ήταν «νεότερα» τις πρώτες πρωινές ώρες και «μεγαλύτερα» γύρω στο μεσημέρι. Οι σχετικές αυτές διαφορές ισοδυναμούν με αλλαγές περίπου 5,5 ετών!
Ο Karolis Koncevičius, στατιστικολόγος στο Πανεπιστήμιο του Βίλνιους και ένας από τους συγγραφείς της δημοσίευσης, σημείωσε ότι «η πλειοψηφία των μελετών γήρανσης που διερευνούν τα επιγενετικά “ρολόγια” μελετούν το πλήρες αίμα. Πειράματα που κάναμε στο εργαστήριο εμείς αλλά και άλλες ομάδες έχουν δείξει ότι στα λευκά αιμοσφαίρια οι μετρήσεις των υποτύπων και οι αναλογίες τους ταλαντώνονται με περιοδικότητα 24 ωρών. Αυτό σημαίνει ότι μια μεμονωμένη επιγενετική εξέταση μία φορά την ημέρα μπορεί να μην δώσει την πλήρη εικόνα».
Η εστίαση της προσοχής σε δείγματα μόνοενός ατόμου σήμαινε ότι η ομάδα θα μπορούσε να επικεντρωθεί σε ένα ενιαίο σύνολο αλλαγών, με κόστος τη δυνατότητα γενίκευσης σε έναν ευρύτερο πληθυσμό. Ωστόσο, περαιτέρω ανάλυση διαφορετικών δειγμάτων αίματος που ελήφθησαν σε διάστημα πέντε ωρών από μια μικρή ομάδα βρήκε επίσης διακυμάνσεις ηλικίας.
Μερικές από αυτές τις αλλαγές στην κυτταρική ηλικία μπορεί να οφείλονται στο γεγονός ότι το αίμα μας περιέχει διαφορετικούς τύπους λευκών αιμοσφαιρίων σε διαφορετικές ώρες της ημέρας. Παρ’ όλα αυτά, ορισμένες μετρήσεις έδειξαν αυτή τη διακύμανση της ηλικίας ακόμα και όταν οι ερευνητές εστίασαν σε έναν μόνο τύπο λευκών αιμοσφαιρίων.
«Μια πληρέστερη μέτρηση του επιγενετικού ηλικιακού εύρους θα μπορούσε να επιτρέψει πιο ακριβείς προβλέψεις σχετικά με τον κίνδυνο ασθενειών που σχετίζονται με την ηλικία και στους πληθυσμούς. Τα ευρήματά μας δείχνουν, ωστόσο, ότι οι ηλικιακές προβλέψεις των επιγενετικών ρολογιών ταλαντεύονται κατά τη διάρκεια της ημέρας. Η αποτυχία να ληφθούν υπόψη οι ημερήσιες ταλαντώσεις μπορεί να εμποδίσει τις εκτιμήσεις της επιγενετικής ηλικίας», κατέληξαν οι ερευνητές.