ΟΛΥΜΠΙΑ ΚΡΑΣΑΓΑΚΗ: «ΠΗΡΑ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΝΑ ΜΗ ΓΙΝΕΙ Ο ΚΑΡΚΙΝΟΣ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ»
Της αρέσει να λέει όχι, για να μπορεί να φροντίζει τον εαυτό της. Απολαμβάνει τον χρόνο που είναι πολύτιμος. Αναζητά την απεραντοσύνη της θάλασσας, τον ορίζοντα, και λατρεύει την κλασική μουσική. Η Ολυμπία Κρασαγάκη, που από μικρή ήθελε να ταξιδέψει, να εξερευνήσει τον κόσμο και να ζήσει πολύ, μετρά τα κλικ της ζωής της.
Η Ολυμπία Κρασαγάκη είναι μια σπουδαία φωτογράφος, που έχει γνωρίσει και έχει φωτογραφίσει –μεταξύ πολλών άλλων– ανθρώπους τους οποίους έβλεπε στον κινηματογράφο. Θαύμαζε πολύ τον Τζέρεμι Άιρονς, αλλά όταν τον φωτογράφιζε της φάνηκε πως ήταν πολύ αυστηρός. Θυμάται τον Ρομπέρτο Μπενίνι, που συνάντησε στο φεστιβάλ των Καννών και της έκανε γκριμάτσες για να δείχνει στεναχωρημένος, αφού όλοι τον απαθανάτιζαν χαρούμενο. Ήπιε καφέ και μιλούσε με την Πενέλοπε Κρουζ για ρούχα και μαλλιά!
Μία ωραία εικόνα, κάτι που δεν θα ξεχάσει ποτέ η Ολυμπία Κρασαγάκη, είναι η τυχαία συνάντηση με την Κατρίν Ντενέβ στον άδειο διάδρομο ενός ξενοδοχείου. Η Ολυμπία Κρασαγάκη καθόταν κρατώντας την φωτογραφική της μηχανή, όταν άνοιξε η πόρτα ενός δωματίου και βγήκε η Ντενέβ. Χωρίς να την έχει δει, σκύβει και φτιάχνει το καλσόν της, στη γάμπα. Ήταν μια υπέροχη κίνηση. Σήκωσε το βλέμμα της και βλέποντας την Ολυμπία της έκανε ένα νόημα «συμβαίνουν αυτά».
Στη ζωή της Ολυμπίας Κρασαγάκη έχουν συμβεί πολλά. Από τη Νίκαια στη Γερμανία, από εκεί στο Παρίσι και σε όλο τον κόσμο, οι μέρες της δεν σταματούν να γεμίζουν με αγάπη, πολλές φωτογραφίες, ένα γλυκό χαμόγελο και μία σπάνια ευγένεια, που αφοπλίζει τον συνομιλητή της.
Η Ολυμπία Κρασαγάκη εξομολογείται
Γεννήθηκα στην Κρήτη. Ήμουν μικρό παιδάκι, δύο ετών, όταν πήγαμε με τους γονείς μου στη Γερμανία, ήταν μετανάστες. Μεγάλωσα εκεί και επέστρεψα στην Ελλάδα σε ηλικία πέντε ή έξι ετών. Με φιλοξένησε η αδελφή της μητέρας μου, στη Νίκαια. Πήγα στο δημοτικό σχολείο εκεί από την πρώτη μέχρι και την πέμπτη τάξη, και η παρέα μου ήταν οι ξαδέλφες μου.
Οι γονείς μου πίστευαν ότι δεν θα έμεναν για πολύ στη Γερμανία και κάπως έτσι έζησα για αρκετό καιρό μακριά τους. Όταν ήμουν στην τελευταία τάξη του σχολείου, πήραν την απόφαση ότι δεν θα γυρίσουν σύντομα στην Ελλάδα και κάπως έτσι βρέθηκα και πάλι κοντά τους. Αποφοίτησα από το γερμανικό λύκειο. Αυτό που θυμάμαι από τη Γερμανία είναι το πρώτο χιόνι που είδαμε. Μας ξύπνησε η μητέρα μου, εμένα και τον αδελφό μου, και βγήκαμε έξω στην ησυχία. Παίζαμε μέχρι που κουραστήκαμε.
Η ζωή μακριά από τους γονείς
Όταν χωρίζεσαι από τους γονείς σου, κουβαλάς ένα τραύμα. Τους αναζητάς. Αλλά ο θείος, η θεία και τα ξαδέρφια μου έγιναν η οικογένειά μου. Είχα πολλή αγάπη, φροντίδα και όμορφα παιδικά χρόνια κοντά τους. Με τον μπαμπά και τη μαμά είχαμε επικοινωνία και αυτό μετρίαζε την έλλειψη, κάλυπτε κάποια κενά.
Οι παιδικές μου αναμνήσεις έχουν φαγητό και το άγχος των δικών μου ανθρώπων να μαγειρεύουν ειδικά για εμένα, αφού ήμουν επιλεκτική, δεν έτρωγα τα πάντα. Θυμάμαι τα πολλά παιχνίδια σε μία αλάνα. Τις οικογενειακές και φιλικές συγκεντρώσεις στο σπίτι, είχαμε πολλές μαζώξεις όπου αγαπημένοι άνθρωποι καθόταν στο τραπέζι για φαγητό και συζητήσεις.
Θυμάμαι τη μητέρα μου να στέλνει δώρα, μάλιστα έστελνε τα ίδια ρούχα σε εμένα και στην ξαδέλφη μου, τη Μαρία, που έχουμε την ίδια ηλικία. Ντυνόμασταν και κυκλοφορούσαμε σαν δίδυμα για να μην ζηλεύει η μία την άλλη!
Δεν θα ξεχάσω ποτέ το σχολείο, τις παρελάσεις μα και τις εκδρομές. Μία Πρωτομαγιά που μας πήραν και μας πήγαν στο Καβούρι, όπου όλα ήταν ανθισμένα. Είχε πολλές μαργαρίτες και μας άφηναν να κόβουμε λουλουδάκια και να παίζουμε. Ήταν ωραία και το Πάσχα, που φορούσαμε κάλτσες και καλσόν και τρώγαμε το πρώτο μας παγωτό.
Η καλοσύνη των ανθρώπων
Από τη Νίκαια όπου μεγάλωσα μέχρι τη Γερμανία, έβρισκα πάντοτε ανθρώπους που με αγαπούσαν και με βοηθούσαν. Ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου έχει ένα ζευγάρι Γερμανών. Δεν είχαν παιδιά, με αποτέλεσμα να μου συμπεριφέρονται σαν γονείς. Αυτή ήταν διευθύντρια σχολείου εκείνος δούλευε στο Υπουργείο Παιδείας. Με βοήθησαν πολύ να μάθω να μιλώ και να γράφω, με δίδαξαν. Όταν πήγα στο γερμανικό σχολείο, μου μιλούσαν οι συμμαθητές μου και δεν καταλάβαινα τι μου έλεγαν. Ξεκίνησα χωρίς να γνωρίζω ούτε μία λέξη και μέσα σε έναν χρόνο έγινα πολύ καλή μαθήτρια, έγινα αρχηγός της τάξης.
Μετά ήρθε στη ζωή μου η τέχνη, τη γνώρισα και την αγάπησα. Πηγαίναμε σε μουσεία. Μου έδειχναν έναν πίνακα ζωγραφικής και μου ζητούσαν να τους πω τι έβλεπα και τι ένιωθα. Με προέτρεπαν να τους περιγράψω τις εικόνες, έτσι ερωτεύτηκα την καλλιτεχνική έκφραση.
Οι κρυμμένες ιστορίες
Ένιωθα την ανάγκη να απαθανατίζω τις εικόνες, τις στιγμές. Μου άρεσε πάντα το ανθρώπινο στοιχείο, αγαπώ τους ανθρώπους, τα πορτρέτα. Θέλω να ανακαλύπτω το αποτύπωμα που αφήνει ένα πρόσωπο. Ξεκίνησα από νωρίς να παρατηρώ τους ανθρώπους. Μου αρέσει να κάθομαι και να βλέπω τον κόσμο. Να φτιάχνω ιστορίες, πού πηγαίνει κάποιος, από πού έρχεται και πώς είναι η ζωή του, η καθημερινότητά του. Κοιτάζω τον τρόπο που στέκονται. Πώς καπνίζουν, τον τρόπο που αγγίζουν το μάγουλό τους. Οι κινήσεις τους υποδηλώνουν πόνο ή χαρά. Οι πολλές σκέψεις που κάνω μου προκαλούν πονοκέφαλο.
Τα μάτια και η ευαισθησία της Ολυμπίας Κρασαγάκη
Αυτή η παρατήρηση με έχει βοηθήσει στο να ξεχωρίζω το καλό από το κακό, το φως από το σκοτάδι. Βλέπω τα πράγματα από την ωραία τους πλευρά και αναζητώ το φως που κρύβει κάποιος. Κάπως έτσι, τα δικά μου κλικ, η ματιά μου, είναι ένα φωτεινό, καλό στοιχείο. Αναδεικνύουν όμως και τη μελαγχολία. Δίνω μεγάλη σημασία στα μάτια, που δείχνουν πάντα τόσα πολλά. Όσο και να χαμογελάσεις, τα μάτια σου θα σε προδώσουν. Λατρεύω τα μάτια που έχουν θλίψη, αυτά τα μάτια δείχνουν ευαισθησία.
Την ευαισθησία κυνηγούσα από παιδί. Ήμουν πάντοτε το καλό παιδί που άκουγε τους γονείς του και όταν ήρθε η στιγμή της επαγγελματικής σταδιοδρομίας άρχισα να σπουδάζω για οδοντοτεχνίτης. Όμως ήμουν πολύ δυστυχισμένη. Εκείνη την εποχή μεσουρανούσαν τα ωραία περιοδικά, οι ωραίες φωτογραφίσεις. Ο πατέρας μου μου έδωσε μία φωτογραφική μηχανή. Με αυτή τη μηχανή έβγαζα φωτογραφίες την μητέρα μου, τον αδερφό μου και τις φίλες μου. Και όσο πλήθαιναν τα κλικ, τόσο μεγάλωνε η ανάγκη μου να ανακαλύψω τους ανθρώπους, το μεγαλείο της καλοσύνης και της αγαπημένης μου… ευαισθησίας.
Το επαγγελματικό ξεκίνημα
Ήμουν στο Ντίσελντορφ όταν ένας γνωστός μου φωτογράφος βλέποντας τη «δουλειά» μου είπε ότι έχω μία ιδιαίτερη ματιά και με προέτρεψε να την εκμεταλλευτώ. Αυτό ήταν, δεν χρειαζόταν κάτι άλλο. Επαναστάτησα, σταμάτησα τις σπουδές και πήγα στο Παρίσι. Εκεί τριγυρνούσα και έβγαζα φωτογραφίες. Ό,τι μπορείς να φανταστείς. Κατάφερα να γίνω βοηθός φωτογράφου. Ίσως να μην φαινόταν σπουδαίο, καθάριζα τους φακούς των μηχανών, αλλά εκεί ήταν ο Χέλμουτ Νιούτον και ο Πέτερ Λίντμπεργκ. Παρατηρούσα τον τρόπο που δούλευαν, πώς κινούνταν στον χώρο. Και έμαθα όχι τόσο τα τεχνικά, όσο την επικοινωνία, τον τρόπο που συμπεριφερόταν και αντιμετώπιζαν τους ανθρώπους. Πλησίασα, θυμάμαι, τον Χέλμουτ Νιούτον και τον ρώτησα: Μα πώς μπορώ να κάνω κάτι, να καταφέρω να εξελιχθώ και να προχωρήσω; Αυτό που μου είπε ήταν: Κeep clicking! Αυτό κάνω από τότε.
Τα όνειρα της Ολυμπίας Κρασαγάκη
Δεν ένιωσα ούτε για μία στιγμή αδύναμη. Μπορεί να μην πήγα στο Παρίσι με τον αέρα «τώρα θα σας δείξω εγώ», αλλά έκανα τις επιλογές και τα βήματα που ήταν τόσο όσο με έπαιρνε, χωρίς υπερβολές. Ένιωθα ωραία και ασφαλής, και έτσι πορευόμουν.
Θυμάμαι να αγοράζω την εφημερίδα Liberation. Κοιτούσα στην τελευταία σελίδα, που είχαν μία συνέντευξη και ένα πορτρέτο του ανθρώπου, και έλεγα στον εαυτό μου: Σκέψου τώρα Ολυμπία, κάποια στιγμή να ξεφυλλίζεις την εφημερίδα και να έχουν τυπωμένη μία δική σου φωτογραφία. Εκείνη τη στιγμή το έβλεπα μπροστά μου να γίνεται. Και μετά από χρόνια έγινε στα αλήθεια. Μία φωτογραφία που έβγαλα δημοσιεύθηκε στη Liberation. Ερχόμουν στην Ελλάδα, έβλεπα τις αφίσες στους δρόμους και πολύ μου άρεσε η σκέψη να οδηγώ και να βλέπω δικές μου φωτογραφίες να έχουν γίνει αφίσες. Έγινε, και μάλιστα ήταν η αφίσα του τότε Πρωθυπουργού, Κώστα Σημίτη.
Έφτασε η στιγμή που πήγαινα στο περίπτερο και έβλεπα πέντε περιοδικά, πέντε εξώφυλλα δικά μου και μου έλεγα: Μπράβο Ολυμπάκι, είναι δικά σου. Το έλεγα και ένιωθα ευγνωμοσύνη. Όμως όλα όσα έκανα, αυτά που κατάφερα, έγιναν χωρίς να πειράξω, να στεναχωρήσω ή να εκμεταλλευτώ κάποιον. Μόνη μου τα κατάφερα και είμαι πολύ περήφανη για αυτό. Σέβομαι τους ανθρώπους και τη ζωή. Αυτό είναι το πιο σημαντικό.
Ζωή με πάθος
Από νωρίς ήθελα να ζήσω, να ζήσω πολύ. Να ταξιδέψω, να γνωρίσω τους ανθρώπους και να γεμίσει η ζωή μου με εικόνες. Θυμάμαι, γύρω στα 17, είχα μία κουβέντα με τον πατέρα μου. Κάτι ήθελα, κάτι που δεν θυμάμαι τώρα, και ήταν πολύ αυστηρός, ανένδοτος. Γυρίζω λοιπόν και του λέω θέλω να ζήσω, να ταξιδέψω αφού αν πεθάνω τώρα –εκείνη τη στιγμή που μιλούσαμε– τι θα έχω κάνει; Ήθελα να ζήσω λοιπόν και να δω όλα όσα μπορώ να προλάβω. Με κοίταξε και μου απάντησε: Έχεις δίκιο ζήσε! Ζήσε!
Η νόσηση με καρκίνο
Όταν έμαθα ότι είχα καρκίνο, πήρα την απόφαση να μη γίνει το νόημα της ζωής μου. Ήμουν άρρωστη αλλά συνέχιζα να δουλεύω, μάλιστα ήμουν πιο δημιουργική από ποτέ. Η δουλειά μου ήταν πολύ ωραία, πολύ ωραία. Αν και μέχρι τότε ήμουν αυστηρή με τον εαυτό μου, όλα όσα έβλεπα ένιωθα ότι είχαν κάτι ξεχωριστό. Ο καρκίνος ήρθε, μπήκε στην ζωή μου, έζησα μαζί του πολύ έντονα και άσχημα, αλλά συνεχίζω. Αυτή η περιπέτεια με βοήθησε να αναγνωρίσω πιο πολύ την αξία μου. Μέχρι τότε έβγαζα φωτογραφίες, μου έλεγαν καλά λόγια αλλά δεν έδινα σημασία, τη δουλειά μου έκανα. Έφτασε η στιγμή που είπα ότι κάτι έχω καταφέρει, κάτι έχω κάνει που δεν είναι τυχαίο.
Ο φόβος του θανάτου
Ο καρκίνος ήρθε ξαφνικά. Δεν φοβήθηκα όμως για τη ζωή μου, δεν με τρόμαξε ο θάνατος, αν και έχω χάσει τον πατέρα μου από καρκίνο. Είπα στο εαυτό μου ότι μου έτυχε και, ενώ είχα το δικαίωμα να πέσω σε κατάθλιψη, δεν το έκανα. Πήρα την απόφαση να το αντιμετωπίσω χωρίς πολλά πολλά. Μπήκα στη διαδικασία να μάθω από τους γιατρούς ακριβώς τι έχω, τι θα έπρεπε να αντιμετωπίσω, ποια θεραπεία έπρεπε να κάνω, και έγινα στρατιωτάκι. Όμως ήθελα πολύ να ξέρω τι θα βρω μπροστά μου.
Την ίδια στιγμή αναζητούσα στιγμές χαράς, πράγματα που θα με έκαναν να χαμογελάω και θα έφερναν την ισορροπία σε μία πολύ δύσκολη καθημερινότητα, με άσχημες στιγμές. Όταν κοιτάζεις τον εαυτό σου στον καθρέφτη, όταν βλέπεις ότι χάνεις τα μαλλιά σου, είναι δύσκολο διότι σου υπενθυμίζει το πολύ σοβαρό θέμα που πρέπει να αντιμετωπίσεις. Έκανα συζητήσεις με δικούς μου ανθρώπους, συναντούσα φίλους για να πιούμε καφέ και να μιλήσουμε. Πήγαινα βόλτες στη θάλασσα και έπαιρνα δύναμη από την απεραντοσύνη, από το γαλάζιο του ουρανού και από το ότι μπορούσα να περπατήσω για να φτάσω μέχρι εκεί.
Οι μέρες που έκανα τις θεραπείες ήταν πολύ δύσκολες. Όταν όμως περνούσε ο πόνος και μπορούσα να σταθώ στα πόδια μου, ένιωθα ότι είχα τη δύναμη να πετάξω. Αυτό μέχρι την επόμενη θεραπεία. Και μέχρι να πονέσω και πάλι, χαιρόμουν την αίσθηση της ζωής.
Η Ολυμπία Κρασαγάκη απέναντι στον καθρέφτη
Τα πρωινά πήγαινα στον καθρέφτη και έβλεπα τον εαυτό μου χωρίς μαλλιά και χωρίς φρύδια και έλεγα: Εσύ είσαι; Ναι! Εγώ ήμουν και ήθελα να περάσει αυτό και να πάρω τη ζωή μου πίσω. Δεν είχα άλλη επιλογή και έδινα κουράγιο στον εαυτό μου. Ονειρευόμουν τη στιγμή που θα μπορούσα να γίνω και πάλι ανήσυχη, να κυκλοφορώ και να περνάω σαν σίφουνας, όπως έκανα μέχρι τότε, έτσι έλεγαν οι δικοί μου άνθρωποι. Και ήρθε η στιγμή που μπορώ και πάλι να ζω και να χαίρομαι πιο πολύ. Και αν υπάρχει ένας μικρός φόβος ότι μπορεί να επιστρέψει αυτό, είναι κάτι στιγμιαίο και περαστικό. Το αφήνω πίσω μου και αυτό που κάνω είναι να μετρώ στιγμές χαράς, όχι ευτυχίας. Ευτυχώς είναι πολλές!