3 ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΠΟΥ ΒΛΕΠΟΥΜΕ ΤΑ ΑΣΧΗΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
Δυσάρεστα γεγονότα συμβαίνουν καθημερινά στη ζωή μας, μα για να τα διαχειριστούμε και να τα αντιμετωπίσουμε πρέπει να μπορούμε να τα μεταφράζουμε σωστά. Είναι πραγματικά τόσο άσχημα ή έτσι νομίζουμε; Και πώς μπορούμε να διαλέγουμε τις σκέψεις μας;
Γιατί με επηρεάζει τόσο ακόμα; Και αν δεν έγιναν έτσι τα πράγματα; Μήπως δεν έφταιγα εγώ; Αυτές είναι κάποιες μόνο από τις ερωτήσεις που σε βασανίζουν έπειτα από ένα αρνητικό γεγονός. Και δεν είναι παράλογο. Πολλοί από εμάς βιώνουμε τα άσχημα ή δυσάρεστα συμβάντα σαν γροθιά στο στομάχι. Είτε πρόκειται για έναν έντονο καβγά με τον/τη σύζυγό μας, είτε για μια επίπληξη από τον προϊστάμενό μας, το πώς θα νιώσουμε στη συνέχεια δεν είναι πάντα προβλέψιμο ή εύκολα διαχειρίσιμο.
Κάποιοι μπορούν να επανέλθουν γρήγορα, κάποιοι νιώθουν αβοήθητοι στιγμιαία και άλλοι χρειάζονται καιρό –ίσως πολύ καιρό– και μεγαλύτερη προσπάθεια. Σίγουρα πολλά είναι αυτά που μπορεί να επηρεάζουν τον τρόπο που αξιολογούμε μια αρνητική κατάσταση: η προσωπικότητα, οι σχέσεις μας, η στήριξη που λαμβάνουμε από το περιβάλλον κ.ά. Ωστόσο, υπάρχουν τρία συγκεκριμένα συστατικά που παίζουν καθοριστικό ρόλο όταν προσπαθούμε να εξηγήσουμε τι ακριβώς συνέβη, είτε σε εμάς τους ίδιους είτε σε άλλους.
Τι παίζει ρόλο όταν προσπαθούμε να εξηγήσουμε κάτι άσχημο
1. Μνήμη: Αυτό που θυμάσαι δεν είναι πάντα αυτό που συνέβη
Συχνά πιστεύουμε πως η μνήμη μας δεν μας απατά και οι αισθήσεις μας, κυρίως η όραση, λειτουργούν ως φακός που βιντεοσκοπεί κάθε λεπτομέρεια πριν, κατά τη διάρκεια ή και έπειτα από ένα σημαντικό γεγονός. Πιστεύουμε, δηλαδή, πως εφόσον ήμασταν σε εγρήγορση, δεν μπορεί να ξεχνάμε κάτι και πως επειδή είναι κάτι που βιώσαμε εμείς οι ίδιοι είναι έτσι. Ήμασταν εκεί, τι μπορεί να πήγε λάθος;
Όσο τρανταχτό κι αν είναι ένα γεγονός, όμως, οι αναμνήσεις μας δεν μένουν απαράλλαχτες και χαραγμένες βαθιά στη μνήμη μας. Μελέτες από την ψυχολόγο Ελίζαμπεθ Λόφτους, πρωτοπόρο στον τομέα των αναμνήσεων, έχουν δείξει ότι οι αναμνήσεις μας δεν ανταποκρίνονται πάντα στην πραγματικότητα, καθώς και ότι μπορούν εύκολα να χειραγωγηθούν. Επίπλαστες αναμνήσεις μπορούν να δημιουργηθούν:
- από έκθεση σε πληροφορίες μετά το γεγονός (π.χ. διαβάζοντας ένα σχετικό άρθρο),
- ύστερα από την επέμβαση κάποιου άλλου που είτε θα μοιραστεί στοιχεία με εμάς είτε θα μας κάνει ερωτήσεις που στοχεύουν σε μια συγκεκριμένη απάντηση (π.χ. ρωτώντας πόσο άσχημα μας φέρθηκε ο σύζυγός μας, τονίζοντας τη λέξη που χαρακτηρίζει τη συμπεριφορά),
- από τις πληροφορίες που παρέχουμε στον εαυτό μας μετά το γεγονός για να ενισχύσουμε την αυτοπεποίθηση ή το κύρος μας (π.χ. τα πήγα τόσο άσχημα στη συνέντευξη, δεν θα βρω ποτέ δουλειά).
Ο εγκέφαλός μας δεν θέλει να βρίσκεται σε κατάσταση αβεβαιότητας και προσπαθεί να γεμίσει τα κενά με κάθε τρόπο. Έτσι, μπορεί να θυμόμαστε λανθασμένα δικές μας εμπειρίες, να τις τοποθετούμε σε λάθος χρόνο ή τόπο, να θυμόμαστε εσφαλμένα άλλες λεπτομέρειες, αλλά και να γεμίζουμε τα κενά αντλώντας στοιχεία από ταινίες και συνομιλίες που ακούσαμε.
Πριν πεις, λοιπόν, με σιγουριά πως έτσι έγιναν τα πράγματα, σκέψου τα παραπάνω.
2. Προσοχή: Είναι σχεδόν αδύνατον να καταγράψεις πολλά διαφορετικά ερεθίσματα εξίσου αποδοτικά
Η προσοχή μας δεν είναι μια ανεξάντλητη πηγή και δεν μπορεί να μοιραστεί εξίσου αποδοτικά σε πολλά διαφορετικά ερεθίσματα ταυτόχρονα. Καθημερινά βομβαρδιζόμαστε από εκατομμύρια πληροφορίες και ερεθίσματα, και πρέπει να λάβουμε άλλες τόσες αποφάσεις, μικρές και μεγάλες.
Ο εγκέφαλός μας δεν μπορεί να επεξεργαστεί ό,τι συμβαίνει στο περιβάλλον. Έτσι, όταν προσπαθούμε να πάρουμε μια απόφαση για το πού θα εστιάσουμε την προσοχή μας ή μια απόφαση για τη συμπεριφορά μας, είναι αδύνατον να ερευνήσουμε και να χαρτογραφήσουμε τις πιθανές επιπτώσεις καθεμιάς. Πολλές φορές καταφεύγουμε σε γνωστικές συντομεύσεις (γνωστές και ως γνωστικά σφάλματα) που μειώνουν τον χρόνο που χρειάζεται μια απόφαση, όμως ταυτόχρονα μειώνουν και την ποιότητά της, οδηγώντας μας πολλές φορές σε μέτριες επιλογές. Σκεφτείτε πόσες ξεχωριστές πληροφορίες θα έπρεπε να είναι αποθηκευμένες στον εγκέφαλό μας ανά πάσα στιγμή για να μπορούμε να πάρουμε απόλυτα ορθολογικές αποφάσεις και να εστιάσουμε στα σημαντικά γεγονότα.
Επίσης, πολλές φορές πληροφορίες που είναι σημαντικές για να εξηγήσουμε μια κατάσταση δεν μας είναι διαθέσιμες λόγω περιορισμών είτε χώρου, είτε χρόνου. Για παράδειγμα, αν το αφεντικό μας είναι θυμωμένο και εμείς μόλις φτάσαμε στο γραφείο, ακόμα κι αν παρατηρήσουμε το περιβάλλον και προσπαθήσουμε να βγάλουμε ένα ορθολογικό συμπέρασμα, δεν έχουμε όλες τις πληροφορίες που σχετίζονται με το θυμό του. Μπορεί να έγινε κάτι στο σπίτι πριν, μπορεί να έλαβε ένα email και ούτω καθεξής.
Ακόμα κι αν είμαστε πολύ προσεκτικοί στο να προσπαθήσουμε να αποτυπώσουμε στη μνήμη μας τι ακριβώς συνέβη και να επικεντρωθούμε στο γεγονός, συνειδητοποιούμε πως είναι δύσκολο.
3. Επεξήγηση: Ο καθένας μας έχει τον δικό του τρόπο να μεταφράζει τα άσχημα (ή τα καλά)
Το στυλ απόδοσης αιτιών αναφέρεται στους τρόπους με τους οποίους εξηγούμε τις αιτίες των γεγονότων στη ζωή μας. Είναι η συνήθειά μας να αποδίδουμε αιτίες ενός γεγονότος και μάλιστα όχι μία μεμονωμένη φορά, μα κατ' επανάληψη. Είναι ένας τρόπος σκέψης που αναπτύσσουμε από την παιδική ηλικία και κουβαλάμε στην ενήλικη ζωή μας. Δεν είναι απλώς μια επεξήγηση που δίνουμε στιγμιαία, αλλά ο τρόπος που συνηθίζουμε να επεξηγούμε ένα γεγονός, που σχετίζεται άμεσα αλλά και επηρεάζει το πώς αντιμετωπίζουμε μια κατάσταση. Επηρεάζει άμεσα τα κίνητρα και τα συναισθήματά μας, τη μελλοντική μας απόδοση, τις προσδοκίες μας.
Όταν βιώσουμε ένα αρνητικό ή ένα θετικό γεγονός, προσπαθούμε να εξηγήσουμε γιατί συνέβη. Σύμφωνα με τη θεωρία απόδοσης του Weiner (1985), αποδίδουμε την αιτία μιας κατάστασης είτε σε κάποιον εξωτερικό παράγοντα, π.χ το περιβάλλον, είτε σε κάποιον εσωτερικό, όπως είναι οι ικανότητές μας.
Σκεφτείτε το παράδειγμα του θυμωμένου αφεντικού. Κάποιος που συνηθίζει να αποδίδει την αιτία σε εξωτερικούς παράγοντες θα πίστευε πως το αφεντικό του είναι θυμωμένο λόγω κάποιου email ή κάποιας συνάντησης στο γραφείο. Αντίθετα, το άτομο που αποδίδει την αιτία σε εσωτερικούς παράγοντες θα εξηγούσε το γεγονός λέγοντας πως φταίει το ίδιο που άργησε, δεν είναι τόσο αποδοτικό και προκαλεί τον θυμό του αφεντικού του.
Κατά την απόδοση θα πρέπει επίσης να προσέξουμε ένα γνωστικό σφάλμα: το θεμελιώδες σφάλμα απόδοσης. Αυτό αναφέρεται στις περιπτώσεις που υπερεκτιμούμε τους εσωτερικούς παράγοντες ως αιτίες της συμπεριφοράς ενός ατόμου και υποτιμούμε τις εξωτερικές συνθήκες. Θα πρέπει, λοιπόν, όχι μόνο να είμαστε προσεκτικοί κατά την απόδοση λαμβάνοντας υπόψη όλες τις παραμέτρους και τα στοιχεία, αλλά και δίκαιοι.
Πώς να μεταφράζουμε καλύτερα τα άσχημα που μας συμβαίνουν
Για να βελτιώσουμε τον τρόπο που εξηγούμε τα γεγονότα, να μειώσουμε το στρες και να ενισχύσουμε την ανθεκτικότητά μας, μπορούμε να ακολουθήσουμε τα παρακάτω βήματα.
– Προσπάθησε να αποδομήσεις την κατάσταση
Είναι μια διαδικασία που απαιτεί προσπάθεια, συγκέντρωση αλλά και ειλικρίνεια. Σκοπός της δεν είναι να κατηγορήσουμε τον εαυτό μας ή τους γύρω μας και να αυτοτιμωρηθούμε, αλλά να βελτιώσουμε τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε ένας γεγονός και να χτίσουμε ανθεκτικότητα.
Σημείωσε τι συνέβη μετά το συμβάν, όταν όμως θα έχουν μειωθεί τα επίπεδα του στρες και θα είσαι στην κατάλληλη πνευματική κατάσταση. Θυμήσου πως όσο περισσότερο χρόνο αφήσεις να περάσει τόσα περισσότερα κενά μπορεί να δημιουργηθούν στη μνήμη σου και υπάρχει κίνδυνος για ψευδείς αναμνήσεις. Πρόσεξε:
- Προσπάθησε να σημειώσεις μόνο τα στοιχεία για τα οποία είσαι σίγουρος/-η εκείνη τη στιγμή.
- Αφού συμπληρώσεις τα στοιχεία, έλεγξέ τα ένα προς ένα. Έγιναν τα πράγματα όπως τα θυμάσαι; Τι στοιχεία έχεις για να υποστηρίξεις το καθένα;
Μπορείς, στη συνέχεια, να ρωτήσεις άλλους που ήταν παρόντες και να συζητήσετε τι παρατήρησες πως συνέβη εσύ, από τη δική σου οπτική γωνία, και τι εκείνοι. Με αυτό τον τρόπο δεν θα έχεις κενά, ενώ θα χτίσεις και μια αμερόληπτη εικόνα για το γεγονός. Για παράδειγμα, έπειτα από μια λογομαχία με το αφεντικό ή τον σύντροφό σου, πάρε χρόνο να σημειώσεις τι έγινε πριν, κατά τη διάρκεια και μετά. Τι ειπώθηκε, πώς ένιωσες, τι παρατήρησες γύρω σου;
– Είναι αυτή η αλήθεια;
Σίγουρα είναι δύσκολο να εντοπίσουμε πότε σκεφτόμαστε λογικά και πότε όχι, ιδιαίτερα όταν ο εγκέφαλός μας προσπαθεί να λάβει γρήγορες αποφάσεις. Μπορείς, όμως, να κάνεις τις εξής ερωτήσεις:
- Σκέφτηκα ορθολογικά εκείνη τη στιγμή;
- Ποια στοιχεία υπάρχουν για να υποστηρίξουν πως δεν σκέφτηκα αρνητικά ή καταστροφολογικά;
- Ποια στοιχεία υποστηρίζουν το αντίθετο;
- Είναι η κατάσταση πιο περίπλοκη από αυτό που υποθέτεις;
ΜΗΠΩΣ ΤΕΛΙΚΑ ΔΕΝ ΘΥΜΑΣΑΙ ΤΙ ΑΚΡΙΒΩΣ ΕΓΙΝΕ ΚΑΙ ΑΠΛΑ ΝΙΩΘΕΙΣ ΣΤΡΕΣ;
– Στυλ απόδοσης αιτιών: Πώς να διαλέγεις τις σκέψεις σου
Απάντησε στις παρακάτω ερωτήσεις. Η αρνητική κατάσταση:
- Είναι κάτι προσωρινό ή μόνιμο;
- Ευθύνομαι εγώ ή κάποιος άλλος παράγοντας;
- Είναι κάτι που μπορώ να ελέγξω, βελτιώσω, επηρεάσω ή κάτι εκτός από εμένα;
Τα γεγονότα που εξηγούμε ως μόνιμα και τα γενικοποιούμε είναι αυτά που μας οδηγούν σε εκμαθημένη αβοηθησία, το αίσθημα δηλαδή πως ό,τι αι αν κάνουμε δεν αρκεί.
Μετά το τελευταίο βήμα, χρησιμοποίησε τις απαντήσεις για να χτίσεις ένα προσωπικό σχέδιο δράσης ώστε να βελτιώσεις τον τρόπο που διαχειρίστηκες την κατάσταση. Μήπως μπορείς να βελτιώσεις τον τρόπο που αποδίδεις αίτια; Μήπως χρειάζεται να βελτιώσεις την ικανότητά σου να επεξεργάζεσαι με πιο λογικό τρόπο τα στοιχεία; Μήπως τελικά δεν θυμάσαι τι έγινε ακριβώς και απλά νιώθεις στρες;
Την πρώτη φορά θα σου φανεί μια χρονοβόρα διαδικασία και ίσως προσπαθήσεις να την αφήσεις στη μέση. Πολλές φορές δεν θέλουμε να έρθουμε αντιμέτωποι με τις ιστορίες που λέμε στον εαυτό μας. Άλλες πάλι δεν θέλουμε να αναγνωρίσουμε πού σφάλαμε ή πού θα μπορούσαμε να κάνουμε καλύτερη διαχείριση. Συνέχισε τη διαδικασία μέχρι τέλους. Οι επόμενες φορές θα είναι ευκολότερες και γρηγορότερες.
Μην ξεχνάς: αν νιώθεις άγχος και δυσκολία να διαχειριστές μόνος/-η μια κατάσταση, μη διστάσεις να ζητήσεις τη βοήθεια κάποιου ειδικού.
Η Σοφία Μπαλαλή είναι Ψυχολόγος με ειδίκευση στην Εφαρμοσμένη Γνωστική Ψυχολογία, Junior Teacher University of Amsterdam και Habit & Mindset Coach.