ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΠΕΘΑΙΝΕΙΣ ΑΠΟ ΑΝΟΡΕΞΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ ΤΟΝ ΕΛΕΓΧΟ
H δημοσιογράφος και συγγραφέας Στέλλα Κάσδαγλη διαγνώστηκε στα 15 της με ψυχογενή ανορεξία. Έφτασε 39 κιλά και έκλαιγε μπροστά σε κάθε κουταλιά φαγητού. Για να μην χάσει τον έλεγχο.
Στα τέσσερα ένιωσα ότι θα πέθαινα που έκανα τη μαμά μου να κλάψει. Στα οχτώ μου ευχήθηκα να με βάλουν σε ένα νοσοκομείο για να μη βλέπει κανείς τα σημάδια της ψωρίασης στο δέρμα μου και με κοροϊδεύει. Στα εννιά απέκτησα στήθος. Στο μπαλέτο η δασκάλα είπε στη μαμά μου ότι ήμουν «λίγο αγγούρι» και στις φωτογραφίες περίσσευα ένα κεφάλι πάνω από όλα τα κοριτσάκια του τμήματος.
Στα δέκα ήθελα να εξαφανίζομαι πριν χτυπήσει το κουδούνι της τελευταίας ώρας και φάω το ξύλο της ημέρας από τους συμμαθητές μου. Στα έντεκα αποφάσισα να κάνω τα πάντα για να γίνω τέλεια – δεν άντεχα να ξανακάνω λάθος στη ζωή μου, είχα αφήσει απότιστο τρεις μέρες το φυτό της τάξης μας. Δεν άντεχα να φταίω για οτιδήποτε. Στα δώδεκα έκανα την πρώτη μου δίαιτα. Στα δεκαπέντε διαγνώστηκα με ψυχογενή ανορεξία.
H ανορεξία δεν ξέρεις πότε και από πού ξεκινά
Η ανορεξία δεν είναι σαν τη γρίπη. Δεν μπορείς να εντοπίσεις ακριβώς πότε και από πού ξεκινά, ή πότε και με ποιον τρόπο τελειώνει – αν τελειώνει ποτέ. Επίσης, έχει εντελώς λάθος όνομα. Ακούγοντάς το, οι περισσότεροι άνθρωποι πιστεύουν ότι ο άνθρωπος που πάσχει δεν έχει όρεξη για φαγητό, κάτι που δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα.
Φυσικά και έχεις όρεξη, αλλά νιώθεις βαθιά, πολύ βαθιά μέσα σου, ότι δεν είναι ασφαλές να έχεις. Δεν είναι ασφαλές να έχεις ανάγκες, επιθυμίες, αδυναμίες, εξαρτήσεις. Δεν είναι ασφαλές να χρειάζεσαι κάτι ή κάποιον, ούτε να επιτρέπεις στο σώμα σου να πιάσει χώρο στη Γη και στις ζωές των άλλων. Άρα, πρέπει να το ελέγξεις. Πρέπει πάση θυσία να το ελέγξεις, για να έχεις έστω μια μικρή ελπίδα να νιώσεις ότι ελέγχεις και τη χαοτική σου ζωή.
Πόσο κρατάει, όμως, αυτή η αίσθηση ελέγχου; Μέχρι την επόμενη ανάγκη ή επιθυμία. Μέχρι την επόμενη φορά που θα πεινάσεις. Τότε, η μάχη για δύναμη, για έλεγχο, αρχίζει ξανά και, όσο είσαι άρρωστη ή άρρωστος, δεν τελειώνει ποτέ.
Αναζητώντας την ισορροπία ανάμεσα σε δυο λαίλαπες
Ποτέ δεν κατάλαβα ακριβώς πώς χτίστηκε μέσα μου αυτό το καθοδικό σπιράλ που με οδηγούσε όλο και πιο βαθιά στη μη-επιθυμία, στη μη-χαρά, στη μη-ύπαρξη. Έφτασα 39 κιλά τον Οκτώβριο του 1997. Ήμουν 16 ετών. Δεν έκανα πια δύο ώρες γυμναστική την ημέρα, δεν μου επιτρεπόταν, αλλά έκλαιγα μπροστά από κάθε μπουκιά φαγητού.
Ήθελα να φάω, δεν ήθελα να ξαναμπώ στο νοσοκομείο, δεν ήθελα να μπω σε παιδοψυχιατρική κλινική, δεν ήθελα να βλέπω άλλο την αγωνία στο πρόσωπο της μητέρας μου, των δικών μου – αλλά δεν ήθελα να φάω, δεν ήθελα να ρισκάρω να μετακινηθεί έστω και στο ελάχιστο ο δείκτης της ζυγαριάς, δεν ήθελα να νιώσω ότι χάνω τον έλεγχο, δεν ήθελα να ξεφύγω από την ασφάλεια που μου πρόσφερε ο αποκλεισμός.
Πώς ισορροπείς ανάμεσα σε δύο τέτοιες λαίλαπες; Και μόνο το να κρατηθείς ζωντανή ανάμεσά τους απαιτεί μια τεράστια ποσότητα ενέργειας, τόση που να σε κάνει να νομίζεις ότι τελειώνουν οι δυνάμεις σου, ότι πραγματικά δεν θέλεις πια να ζεις.
Ένστικτο επιβίωσης
Χρειάστηκε τότε μια μια κατακόρυφη δύναμη, που ήρθε και με τράβηξε λίγο πιο ψηλά. Ήταν ένα ένστικτο επιβίωσης που είχε παραμείνει στη θέση του, σε πείσμα όλων των άλλων κομματιών μου που είχαν στραβώσει σε κάποιο σημείο της διαδρομής; Ήταν μια κουβέντα, μια εικόνα, μια επιθυμία που ζούσε ακόμα μέσα μου και που ξύπνησε ξαφνικά την ανάγκη να γίνω καλά; Ήταν κάτι. Κάτι που με βοήθησε να συνεργαστώ με την ψυχοθεραπεύτριά μου, να φάω ένα παραπάνω κομμάτι τοστ, να αντέξω την κίνηση του δείκτη στη ζυγαριά, να σηκώνομαι από το κρεβάτι κάθε πρωί και να κάνω κάτι μικρό από τα πράγματα για τα οποία ήθελα να γίνω καλά: το διάβασμα, το γράψιμο, τη μουσική, τον έρωτα, τα ταξίδια, το κλάμα και τη χαρά.
ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΦΑΩ, ΔΕΝ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΞΑΝΑΜΠΩ ΣΤΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ, ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΝΙΩΣΩ ΟΤΙ ΧΑΝΩ ΤΟΝ ΕΛΕΓΧΟ. ΠΩΣ ΙΣΟΡΡΟΠΕΙΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΔΥΟ ΤΕΤΟΙΕΣ ΛΑΙΠΑΠΕΣ;
Συμπληρώνοντας το παζλ
Χρειάστηκαν τρία χρόνια για να φτάσει το βάρος μου σε φυσιολογικά επίπεδα, να ξαναρχίσω να τρώω κανονικά, να μπορέσω ξανά να συγκεντρωθώ μπροστά σε ένα βιβλίο, μια ταινία, ένα θεατρικό έργο, μια λευκή σελίδα. Χρειάστηκα πολύ περισσότερα για να ξαναχτίσω σχέσεις, αν και όχι αυτές που έχασα – η ανορεξία είναι πολύ μοναχική αρρώστια.
Κάθε μέρα που περνάει μου δίνει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο ένα ακόμη κομμάτι του παζλ μου. Το βάζω στη θέση του με προσοχή και ατελείωτη ευγνωμοσύνη: όσο πιο γερό και ολοκληρωμένο είναι το παζλ, τόσο πιο εύκολο μού γίνεται να παραμείνω στην αποδώ μεριά της ζωής, της επιθυμίας, της χαράς, της ύπαρξης.
Δεν είναι απλό, ούτε ανώδυνο. Δεν έχω φωτογραφίες από εκείνη την εποχή. Όμως, με κάθε κομμάτι του παζλ που μπαίνει στη θέση του, βλέπω μπροστά μου πάλι ολόκληρη την εικόνα. Όλα τα συναισθήματα, την αγωνία, την πείνα, τον φόβο, την απόγνωση. Το πριν και το μετά.
ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΞΕΠΕΡΑΣΕΙ ΜΟΝΟΣ ΤΟΥ ΜΙΑ ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΗ ΔΙΑΤΑΡΑΧΗ, ΟΠΩΣ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΜΟΝΟΣ ΤΟΥ ΚΑΛΑ ΕΝΑ ΧΑΛΑΣΜΕΝΟ ΔΟΝΤΙ.
Στο μεταξύ, θα μεγαλώνω τις κόρες μου όσο καλύτερα μπορώ, για να μάθουν να αγαπάνε το σώμα τους ως υποκείμενο που δρα, χαίρεται, τρέχει, κολυμπάει, χορεύει, κάνει σεξ, απολαμβάνει, και όχι ως αντικείμενο που θα στήνουν αυθαίρετα μπροστά σε ένα ζευγάρι μάτια ή σε έναν καθρέφτη και θα το κρίνουν.
Θα γράφω και θα μιλάω και θα πηγαίνω από σχολείο σε σχολείο προσπαθώντας να γίνω μια μικρή κατακόρυφη δύναμη για παιδιά που νιώθουν εγκλωβισμένα στη μάχη του ελέγχου και της εγκατάλειψης. Θα συνεχίζω τη θεραπεία μου, με άλλους στόχους, με άλλους ανθρώπους, και κάθε μέρα θα ανακαλύπτω ένα ακόμα κομμάτι του παζλ. Και θα το βάζω στη σωστή του θέση.
Υ.Γ.: Στα σχολεία που επισκέπτομαι για να μιλήσω για το βιβλίο μου «Ήθελα μόνο να χωρέσω», ένα εφηβικό μυθιστόρημα με θέμα την ψυχογενή ανορεξία, εκτός από τα παιδιά έρχονται να μου μιλήσουν και καθηγήτριες. Συχνά μου λένε ότι πέρασαν κι εκείνες κάποια διατροφική διαταραχή ως έφηβες, αλλά «την ξεπέρασαν μόνες τους». Στις ίδιες δεν μπορώ να το πω, αλλά στα παιδιά το λέω: κανείς δεν μπορεί να ξεπεράσει μόνος του μια διατροφική διαταραχή, όπως δεν μπορεί να κάνει μόνος του καλά ένα χαλασμένο δόντι. Η ανορεξία, η βουλιμία, η ψυχαναγκαστική υπερφαγία, δεν είναι τυχαία συμπτώματα ή προσωρινά παραστρατήματα. Είναι ψυχικές ασθένειες και μόνο με σωστή ψυχοθεραπεία μπορούν να ξεπεραστούν. Διαφορετικά, όπως το χαλασμένο δόντι, παραμένουν εκεί, σε περιόδους κρίσεις υποτροπιάζουν και διαβρώνουν από μέσα, σιγά-σιγά, το σώμα μας και τη ζωή μας.
Η Στέλλα Κάσδαγλη είναι δημοσιογράφος, συγγραφέας και συνιδρύτρια του μη κερδοσκοπικού οργανισμού Women On Top για την επαγγελματική ενδυνάμωση των γυναικών και την ισότητα στη δημόσια σφαίρα.