ΜΑΡΤΥΡΙΑ: ΤΙ ΜΕ ΕΚΑΝΕ ΝΑ ΣΠΟΥΔΑΣΩ ΞΑΝΑ ΣΤΑ 30 ΜΟΥ
Το να αποφασίζεις να επιστρέψεις στα φοιτητικά έδρανα και να κάνεις σπουδές για δεύτερο πτυχίο δεν είναι εύκολη υπόθεση. Για μένα όμως κατάλαβα ότι ήταν αναγκαίο, αν ήθελα να με καλύπτει η δουλειά που θα έκανα στην υπόλοιπη ζωή μου.
«Έρχεται κάποια στιγμή, όπου η μεγαλειότητά μας, ο εαυτός μας, είναι ανάγκη να περάσει στην αίθουσα του θρόνου με τους αυλικούς του, το νου και την καρδιά, για ν’ αποφασίσει επάνω στον καταστατικό χάρτη της ζωής του». Διαβάζοντας τη φράση αυτή στο μυθιστόρημα «Η αίθουσα του θρόνου» του Τάσου Αθανασιάδη, σκέφτηκα πως μια από τις πλέον κρίσιμες αποφάσεις της ζωής μας, τι σπουδές θα κάνουμε και κατ’ επέκταση τι επάγγελμα θα ασκήσουμε, καλούμαστε να την πάρουμε πολύ νωρίτερα από όσο είμαστε έτοιμοι.
Τα 18 είναι μια εξαιρετική ηλικία να ταξιδέψεις, να εργαστείς σε διάφορους τομείς για να δεις ποιος σου ταιριάζει, να μαζέψεις εικόνες και εμπειρίες, να αποκτήσεις «όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά», που λέει και ο ποιητής. Δεν νομίζω πως είναι μια καλή ηλικία για να αποφασίσεις για τις σπουδές σου και για το επάγγελμα που θα σε ακολουθεί διά βίου. Είναι σαν να ζητάς από κάποιον να ολοκληρώσει ένα παζλ όταν του λείπουν τουλάχιστον τα μισά κομμάτια: η εικόνα θα βγει διαστρεβλωμένη και ημιτελής.
Αυτό τουλάχιστον μου έδειξε τόσο η δική μου εμπειρία όσο και άλλων, δεκάδων συμφοιτητών και φίλων μου, που είτε άλλαξαν τομέα σπουδών είτε εργάζονται σε κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτό που σπούδασαν, καθώς η επιλογή που είχαν κάνει πέντε, έξι χρόνια πριν δεν τους εξέφραζε πια.
Σπουδές ξανά: Η μεγάλη απόφαση
Όταν εγώ άρχισα να συζητάω με τους δικούς μου ανθρώπους την απόφασή μου να δώσω κατατακτήριες για να σπουδάσω Ψυχολογία –λίγα χρόνια μετά την ολοκλήρωση του πρώτου μου πτυχίου– έλαβα δύο ειδών αντιδράσεις: Από τη μια, οι συνομήλικοί μου ήταν ιδιαιτέρως ενθαρρυντικοί και το έβρισκαν μάλιστα απολύτως φυσικό. Από την άλλη, οι άνθρωποι μεγαλύτερης, συνήθως, ηλικίας θεωρούσαν πως είναι αργά πια στα 28 μου να επιστρέψω στα έδρανα και στις εξεταστικές. Όταν τους ρωτούσα πώς θα συνηθίσω, πώς θα αντέξω μια ζωή κάνοντας ένα επάγγελμα που αντιπαθώ ή που στην καλύτερη περίπτωση μου είναι αδιάφορο, μου απαντούσαν: Μα αυτό κάνουμε οι περισσότεροι. Δουλειά είναι, δεν χρειάζεται να την αγαπάς.
Αποφάσισα τότε πως εμένα αυτός ο συλλογισμός δεν με εξέφραζε και έτσι επιχείρησα να κάνω μια αλλαγή πλεύσης. Ξεκίνησα λοιπόν την προετοιμασία και το διάβασμα. Μετά από αρκετό καιρό και δυο περίπου μήνες πριν τις εξετάσεις, μπορώ να μοιραστώ τις εξής θετικές εντυπώσεις :
– Γιατί Κατατακτήριες και όχι Πανελλήνιες;
Πολλοί με ρωτούσαν γιατί δεν επέλεξα τις Πανελλήνιες ως τρόπο εισαγωγής, μιας και ως απόφοιτη της Φιλολογίας θα μου ήταν σαφώς πιο εύκολο. Ο λόγος είναι απλός: θέλησα αυτήν τη φορά να πάρω μια καλύτερη γεύση για την σχολή και τις σπουδές που είχα επιλέξει, και αυτό το κατάφερα σε έναν βαθμό διαβάζοντας μερικά από τα μαθήματα του πρώτου εξαμήνου, τα οποία και εξετάζονται στις Κατατακτήριες.
Aν είχα κάνει κάτι παρόμοιο με την πρώτη μου σχολή, θα είχε λειτουργήσει σαφώς αποτρεπτικά από το να τη συνεχίσω, γιατί θα είχα καταλάβει εγκαίρως πόσο εκτός του ενδιαφέροντος μου ήταν η πλειονότητα των μαθημάτων. Τώρα, μαγεύτηκα σχεδόν αμέσως από το αντικείμενο οπότε ήταν ένα καλό δείγμα ότι βαδίζω σωστά.
– Όταν σπουδάζεις για δεύτερο πτυχίο, η επιλογή είναι πολύ πιο συνειδητή
Σύμφωνα με την Ψυχολογία, ένας τρόπος για να κατανοήσουμε αν τα κίνητρά μας είναι συνειδητά είναι να αναλογιστούμε τον βαθμό δυσκολίας του εκάστοτε εγχειρήματος: όσο πιο δύσκολη είναι μια πράξη τόσο περισσότερο γνωρίζουμε τα πιο ειδικά μας κίνητρα.
Όταν λοιπόν επιλέγεις να κάνεις σπουδές για δεύτερο πτυχίο –και μάλιστα μέσω της απαιτητικής διαδρομής των Κατατακτηρίων– ένα είναι σίγουρο: είσαι σε μεγάλο βαθμό συνειδητοποιημένος για την επιλογή που κάνεις και σίγουρα (πρέπει να) έχεις τη θέληση και το πείσμα για να φτάσεις μέχρι τέλους, ανεξαρτήτως αποτελέσματος. Βρίσκεσαι άλλωστε πλέον σε μια ηλικία που οι ρόλοι σου έχουν αυξηθεί: δεν έχεις πια το περιθώριο να είσαι μόνο φοιτητής, είσαι και εργαζόμενος, ίσως έχεις δημιουργήσει τη δική σου οικογένεια και ως εκ τούτου ο χρόνος σου είναι μειωμένος και πολύτιμος. Το να τον επενδύεις λοιπόν σε ένα δεύτερο πτυχίο σημαίνει ότι βρίσκεται ψηλά στις προτεραιότητες σου.
– Διαφορετικοί άνθρωποι με έναν κοινό στόχο
Τρίτον και κυριότερο, στο ταξίδι που κάνεις μέχρι να φτάσεις στον στόχο σου έχεις την ευκαιρία να συναντήσεις νέους ανθρώπους που για κάποιον τουλάχιστον καιρό σας ενώνει ένας κοινός στόχος. Εγώ προσωπικά –γνωρίζοντας πως λειτουργώ καλύτερα σε ομάδες– επέλεξα να προετοιμαστώ παρακολουθώντας μαθήματα σε ένα φροντιστήριο. Εκεί λοιπόν γνώρισα ανθρώπους που τους θαύμασα για την όρεξη και το πείσμα τους: γνώρισα μια μαμά που παρακολουθούσε εξ αποστάσεως τα μαθήματα έχοντας αγκαλιά τα 3χρονα παιδάκια της, γνώρισα μια νοσηλεύτρια η οποία έρχεται στο μάθημα με ένα δυνατό καφέ και ένα ακόμα πιο δυνατό χαμόγελο και αμέσως μετά φεύγει για τη βάρδια της και έναν σούπερ ήρωα της διπλανής πόρτας, που ανάμεσα σε δυο δουλειές και ένα μεταπτυχιακό αποφάσισε να κυνηγήσει αυτό που χρόνια ονειρεύεται.
Όλοι αυτές οι περιπτώσεις είναι για μένα πρότυπο και απάντηση σε όσους πιστεύουν πως οι επιθυμίες, τα όνειρα και οι στόχοι του καθενός από μια ηλικία και μετά θεωρούνται «πολυτέλεια» και ότι θα πρέπει κανείς να τα αφήνει στην αποθήκη να σκονίζονται μαζί με τα παλιά του παιχνίδια. Όλοι όσοι επιλέγουν μια τέτοια –σημαντική– αλλαγή στην ζωή τους, είναι γιατί θεωρούν ότι ποτέ δεν είναι αργά να διευρύνεις τις γνώσεις σου, ότι αν δεν βρήκες στην πρώτη πόρτα αυτό που ψάχνεις οφείλεις στον εαυτό σου να ανοίξεις όλες τις επόμενες μία-μία μέχρι να το βρεις. Είναι γιατί δεν θέλουν να περάσουν τα χρόνια τους διερωτώμενοι τι θα γινόταν αν… Αν δεν είχαν φοβηθεί, αν είχαν ρισκάρει, αν είχαν προσπαθήσει περισσότερο να «πάρουν την ζωή στα χέρια τους», αν δεν είχαν φτάσει κάποια στιγμή να λένε «δουλειά είναι, δεν χρειάζεται αν την αγαπάς», υπονοώντας ταυτόχρονα: ζωή είναι, δεν χρειάζεται να τη ζεις.