ΕΙΔΑΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΗ ΜΠΟΤΣΟΓΛΟΥ ΣΤΗΝ ΑΝΔΡΟ
Έναν χρόνο μετά τον θάνατο του Χρόνη Μπότσογλου, η αναδρομική έκθεση του έργου του στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης του Ιδρύματος Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή στην Άνδρο δείχνει ξεκάθαρα γιατί υπήρξε κορυφαίος καλλιτέχνης της μεταπολεμικής γενιάς.
Η Άνδρος είναι ένας προορισμός που προσπαθώ να εντάξω κάθε χρόνο στις καλοκαιρινές μου διακοπές, αφενός για την αρχοντική της ομορφιά, την εντυπωσιακή βλάστηση και τα γαλαζοπράσινα νερά της, αφετέρου για τον πολιτιστικό της πλούτο. Με πληθώρα μουσείων, αρχαιολογικών χώρων και αρχοντικών κτιρίων, το νησί προσφέρει στον επισκέπτη ένα ταξίδι στην τέχνη και τον πολιτισμό. Λαμπρό παράδειγμα το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης του Ιδρύματος Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή, το οποίο επισκεφθήκαμε φέτος για την αναδρομική έκθεση του έργου του ζωγράφου, χαράκτη και γλύπτη Χρόνη Μπότσογλου (1941-2022).
Έναν χρόνο μετά τον θάνατο του Χρόνη Μπότσογλου, το ίδρυμα Γουλανδρή τιμά έναν από τους σημαντικότερους παραστατικούς καλλιτέχνες της σύγχρονης ελληνικής τέχνης, σε μια πληρέστατη έκθεση σε επιμέλεια της Μαρίας Κουτσομάλλη-Moreau. Περιλαμβάνει περισσότερα από 100 έργα (ελαιογραφίες, ακουαρέλες, σχέδια με μολύβι, παστέλ αλλά και γλυπτά μπρούντζινα, ορειχάλκινα και γύψινα) φιλοτεχνημένα από το 1953 έως το 2018, τα οποία συγκεντρώθηκαν από την γενναιόδωρη συνεισφορά της οικογένειας του καλλιτέχνη και συλλεκτών.
Χρόνης Μπότσογλου: Η αδιάλλακτη ειλικρίνεια της ενσυναίσθησης
Ο τίτλος της έκθεσης, «Η αδιάλλακτη ειλικρίνεια της ενσυναίσθησης», καθώς και ο ανθρωποκεντρικός χαρακτήρα της πλειονότητας των έργων μαρτυρούν την αγάπη του δημιουργού για τον άνθρωπο και την ανθρώπινη μορφή μέσα από την οποία διερευνά την ύπαρξη, τις ανθρώπινες σχέσεις, τη μοναξιά και την αποξένωση, τον θάνατο.
Η ανθρώπινη μορφή είναι το κεντρικό στοιχείο στα έργα του. Πορτρέτα και γλυπτά που δεν ενδιαφέρονται να προσφέρουν μία επιφανειακά ρεαλιστική απεικόνιση των προσώπων, όσο να αποκαλύψουν συναισθήματα, τη φθορά, την ανθρώπινη αλήθεια, τον κύκλο της ζωής. Με πρωταγωνιστές αγαπημένους του ανθρώπους όπως η μητέρα του, την οποία βλέπουμε σε διαφορετικές φάσεις της ζωής της να μεγαλώνει και να ωριμάζει μαζί με το έργο του Μπότσογλου. Μέχρι λίγο πριν το τέλος, όπου εμφανίζεται καθισμένη, γερασμένη σε ένα απίστευτα εκφραστικό γλυπτό, που καθηλώνει με την ωμή απεικόνιση της φθαρτότητας.
Η έκθεση αναπτύσσεται σε ζωγραφικά κεφάλαια, όπως ο ίδιος τα ονόμαζε, ξεκινώντας στο πρώτο επίπεδο του μουσείου –το μοναδικό πλημμυρισμένο από το Κυκλαδίτικο φυσικό φως– με τα «Τοπία» του. Τα θεωρούσε ως θεματική τη μεγαλύτερη πρόκληση, γεγονός που τον κράτησε μακριά από αυτή μέχρι την 6η δεκαετία της ζωής του.
Μια υπέροχη συλλογή έργων με επιρροές από τα τοπία του Σεζάν –τον οποίο θαύμαζε– και έμπνευση από τα ελληνικά χρώματα, τη βλάστηση και το γαλάζιο της Μεσογείου, όπως τα απολάμβανε από το εργαστήριό του τα καλοκαίρια στο Πετρί της Λέσβου.
Η έκθεση συνεχίζεται προς τα κατώτερα επίπεδα του κτιρίου και σειρά έχουν τα νεανικά του έργα. Ο Μπότσογλου, λάτρης της ζωγραφικής από παιδί, έκανε τα πρώτα του σχέδια σε ηλικία 5 ετών, ζωγραφίζοντας ό,τι έβλεπε στο σπίτι του, στην Πάνω Πόλη της Θεσσαλονίκης. Το ταλέντο του ήταν εμφανές από τότε και σε ηλικία 15 ετών εξέθεσε τα πρώτα του έργα στην έκθεση Ερασιτεχνών Ζωγράφων και Γλυπτών, που διοργανώθηκε στο Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Θεσσαλονίκης.
Τελειώνοντας το σχολείο μπήκε 2ος στην Σχολή Καλών Τεχνών στο εργαστήριο του Γιάννη Μόραλη και στην συνέχεια στην Ανώτατη Εθνική Σχολή Καλών Τεχνών στο Παρίσι. Στην αναζήτηση της προσωπικής του εικαστικής φωνής, εμπνέεται από φωτογραφίες και πόζες αγαπημένων του ανθρώπων.
Στην ενότητα με τα «Νεανικά Έργα», πρωταγωνιστούν η σύζυγός του Ελένη, η μητέρα και ο πατέρας του, ο ίδιος, φίλοι και συνεργάτες. Μέσα από την παρατήρηση των οικείων του δημιουργεί πορτρέτα και αυτοπροσωπογραφίες με ρεαλισμό αλλά και με έντονα εξπρεσιονιστικά στοιχεία, με δυνατά περιγράμματα και χρώματα, με έμφαση στην έκφραση, φορτισμένα με συναισθήματα και προσωπικά βιώματα.
Η αγάπη του για το ανθρώπινο σώμα παρούσα παντού, στα ερωτικά μπρούντζινά του αλλά και στα σχέδια που περιλαμβάνονται στο κεφάλαιο «Έρως». Έργα που έκανε σε πιο ώριμη ηλικία, αναπαριστούν το ανθρώπινο σώμα με ειλικρίνεια, απέχοντας συνειδητά από την «αισθητοποίηση της ερωτικής πράξης».
Ο ίδιος είχε δηλώσει: «Ζωγραφίζω ανθρώπους, επειδή είναι το ωραιότερο πράγμα που υπάρχει». Σε αυτήν την ενότητα έργων παρουσιάζονται αυτοπροσωπογραφίες και πορτρέτα φίλων, χωρίς διάθεση ωραιοποίησης αλλά με ειλικρίνεια, τρυφερότητα και ενσυναίσθηση. Ο Μπότσογλου μπαίνει στην θέση των μοντέλων του, στον ψυχικό τους κόσμο, αποκαλύπτοντας τις πιο βαθιές σκέψεις, τις αδυναμίες τους.
«Δεν ξέρω πόσο μπόρεσα να ξεκαθαρίσω μερικά ζητήματα για τη σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα σε μένα και το μοντέλο μου. Έχω ανάγκη την παρουσία του, που εκπέμπει σ’ όλες τις αισθήσεις μου ερεθίσματα και διεγείρει τον πόθο να την κατακτήσω, να την περιλάβω μέσα μου όπως η αμοιβάδα περιβάλει την τροφή της. Για τη διαδικασία λοιπόν της αναπαράστασης πρέπει να αφεθώ σιγά σιγά στην ώσμωση. Να ανοίξω τις πόρτες των αισθήσεών μου ώστε το σώμα μου να γίνει πέρασμα. Ταυτόχρονα πρέπει να πείσω το μοντέλο μου να αφεθεί κι εκείνο σ’ αυτή την περιπέτεια. Δύσκολη διαδικασία: ερωτικός χορός κανιβάλων...», διαβάζουμε σε μία από τις λεζάντες από τις «Αδελφικές σκέψεις» που πλαισιώνουν την έκθεση – έναν φανταστικό διάλογο ανάμεσα στον Μπότσογλου και τους δασκάλους του, ο οποίος αναδεικνύει τον τρόπο που έβλεπε τον κόσμο.
Στην ενότητα «Το πέρασμα από τον ρεαλισμό στον υπαρξισμό», η απογοήτευση που αισθάνεται από την πολιτική κατάσταση επιστρέφοντας από το Παρίσι το 1972 τον οδηγεί σε μία προσωπική κρίση, η οποία γίνεται εμφανής και στο έργο του. Εντάσσεται σε πολλές καλλιτεχνικές ομάδες και προσεγγίζει το κίνημα του Νέου Ρεαλισμού, που έβλεπε τον κόσμο σαν μια εικόνα από την οποία μπορούσε να αντλήσει στοιχεία και να τα ενσωματώσει στην τέχνη του. Με μια προσέγγιση ανθρωποκεντρική αλλά και αφαιρετική από καθετί επιφανειακό, τα έργα του Μπότσογλου από αυτή την ενότητα αποτυπώνουν την ανθρώπινη μορφή αλλά και το σημάδι του ανθρώπου στον χώρο.
Η έκθεση συνεχίζεται με την –προσωπικά αγαπημένη– ενότητα «Μια Προσωπική Νέκυια», μια σειρά έργων φιλοτεχνημένων από το 1993 έως το 2000. Εμπνευσμένος από τη ραψωδία λ’ της Οδύσσειας, ο Μπότσογλου δημιουργεί πορτρέτα αγαπημένων του ανθρώπων που έχουν χαθεί, διατηρώντας ζωντανή την μνήμη τους. Τα χρώματα και τα υλικά που χρησιμοποιεί ο καλλιτέχνης δημιουργούν ένα υποβλητικό σκηνικό, δίνοντας την αίσθηση της κατάδυσης στον κόσμο των νεκρών. Μια συνάντηση με τους οικείους νεκρούς, μια συνομιλία με τις σκιές τους, με μεγάλη ευαισθησία, χαρίζουν στον θεατή ένα απόκοσμο, συγκλονιστικό αποτέλεσμα.
Το τελευταίο κεφάλαιο της έκθεσης, οι «Αναφορές», είναι ένας φόρος τιμής του Μπότσογλου στους δασκάλους του, τους ανθρώπους που τον ενέπνευσαν και επηρέασαν την τέχνη του. Πορτρέτα των Γιαννούλη Χαλεπά, Γιώργου Μπουζιάνη, Βίνσεντ βαν Γκογκ, Χαΐμ Σουτίν, Αλμπέρτο Τζακομέττι και Φράνσις Μπέικον απέχουν από μια πιστή αναπαράσταση της εξωτερικής όψης των καλλιτεχνών, αλλά για μια ακόμη φορά ο θεατής γίνεται μάρτυρας συναισθημάτων και βιωμάτων, μέσα από την γεμάτη τρυφερότητα και ταπεινότητα ματιά του καλλιτέχνη. Τα πρότυπά του κουβαλάνε ένα κοινό δημιουργικό «φορτίο», με βασικό όπλο τα χέρια τους, στα οποία μοιάζει να εστιάζει ο Μπότσογλου εκφράζουν τις καλλιτεχνικές τους επιθυμίες.
Η έκθεση στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στην Χώρα της Άνδρου θα διαρκέσει μέχρι την 1η Οκτωβρίου 2023.