ΤΟ ΣΤΡΕΣ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ ΕΠΗΡΕΑΖΕΙ ΤΗΝ ΥΓΕΙΑ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΜΕ ΑΝΑΠΑΝΤΕΧΟ ΤΡΟΠΟ
Μια πρόσφατη έρευνα εξέτασε τον τρόπο με τον οποίο οι αντιξοότητες που βιώνει μια γυναίκα –ακόμη και αυτές που συνέβησαν πριν από τη σύλληψη– μπορούν να επηρεάσουν το παιδί.
Όταν μιλάμε για την υγεία του εντέρου, το μυαλό μας πηγαίνει σε τροφές και συμπληρώματα διατροφής που μπορούν να συμβάλλουν σε ένα καλύτερο μικροβίωμα, δηλαδή στο σύνολο των μικροοργανισμών που συνυπάρχουν στον εντερικό μας σωλήνα. Το έντερό μας όμως επηρεάζεται και από άλλους παράγοντες, όπως το στρες και το τραύμα, και οι ερευνητές διεξάγουν εδώ και χρόνια μια σειρά ερευνών προκειμένουν να βρουν την αρχή του νήματος.
Το στρες μπορεί να κρύβεται πίσω από τις πιο απροσδόκητες καταστάσεις –όπως το τρίξιμο των δοντιών ή τα υψηλά επίπεδα της χοληστερίνης στο αίμα–, αλλά ήξερες ότι μπορεί να επηρεάσει ακόμα και το μικροβίωμα του παιδιού σου; Κι, όμως! Μια μελέτη, που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο επιστημονικό περιοδικό PNAS, έδειξε ότι το στρες μιας μητέρας μπορεί να επηρεάσει τη σύνθεση του εντερικού μικροβιώματος του παιδιού της.
Μπορεί η μελέτη του τρόπου με τον οποίο το τραύμα και οι αντιξοότητες περνούν από γενιά σε γενιά να μην είναι καινούργια, όμως μία από τις καινοτομίες της συγκεκριμένης έρευνας έγκειται στο ότι εξέτασε τον αντίκτυπο των αντιξοοτήτων που βίωσαν οι γυναίκες, οι οποίες σε ορισμένες περιπτώσεις συνέβησαν ακόμη και πριν από τη σύλληψη του παιδιού τους.
Ενώ έρευνες σε τρωκτικά έχουν τεκμηριώσει τις επιπτώσεις του στρες της μητέρας στο μικροβίωμα των απογόνων, «κανείς δεν έχει εξετάσει πώς τα σημάδια των αντιξοοτήτων πριν από τη σύλληψη μπορεί να μεταβιβαστούν και να επηρεάσουν το μικροβίωμα στους ανθρώπους», σχολίασε σχετικά η Bridget Callaghan, επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης και επίκουρη καθηγήτρια ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια.
Πώς πραγματοποιήθηκε η μελέτη
Η έρευνα βασίζεται σε μια μεγάλη, διαχρονική μελέτη που εξέτασε τις εμπειρίες κακομεταχείρισης των μητέρων κατά την παιδική τους ηλικία και το άγχος τους κατά την εγκυμοσύνη. Τα δεδομένα που συλλέχθηκαν αφορούν 450 «ζευγάρια» μητέρων και παιδιών που ζουν στη Σιγκαπούρη.
Οι ερευνητές συνέλεξαν δείγματα κοπράνων από τα παιδιά σε ηλικία 2 ετών και τα ανέλυσαν προκειμένου να προσδιοριστεί η σύνθεση του μικροβιώματος τους. Ειδικότερα, επικεντρώθηκαν σε τρεις διαφορετικές στιγμές «έκθεσης σε αντιξοότητες» που βίωσαν τόσο η μητέρα όσο και το παιδί, όπως:
- Η κακομεταχείριση της μητέρας κατά τη διάρκεια της παιδικής της ηλικίας, συμπεριλαμβανομένης της σωματικής, σεξουαλικής ή άλλου είδους κακοποίησης ή παραμέλησης.
- Το άγχος της μητέρας κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
- Η πρώιμη έκθεση του παιδιού σε στρεσογόνα γεγονότα της ζωής, όπως το διαζύγιο ή ο θάνατος ενός παππού ή μιας γιαγιάς.
Στο πλαίσιο της μελέτης, οι ερευνητές είχαν επίσης πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με την κοινωνική και συναισθηματική ευημερία των παιδιών σε ηλικία 2 και 4 ετών, παρακολουθώντας ζητήματα όπως προβλήματα ύπνου, κοινωνικές δυσκολίες, άγχος, κατάθλιψη και επιθετική ή αντικοινωνική συμπεριφορά.
ΟΙ ΕΡΕΥΝΗΤΕΣ ΣΥΜΠΕΡΑΝΑΝ ΟΤΙ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΩΝ ΜΗΤΕΡΩΝ ΠΟΥ ΕΙΧΑΝ ΚΑΚΟΠΟΙΗΘΕΙ Ή ΠΑΡΑΜΕΛΗΘΕΙ ΕΙΧΑΝ ΟΛΑ ΕΝΑ ΠΑΡΟΜΟΙΟ ΠΡΟΤΥΠΟ ΜΙΚΡΟΒΙΩΝ.
Το στρες της μητέρας επηρεάζει το μικροβίωμα του παιδιού;
Αναλύοντας αυτά τα δεδομένα, οι ερευνητές διαπίστωσαν συσχέτιση μεταξύ του στρες της μητέρας και της κατάστασης του εντερικού μικροβιώματος των παιδιών τους σε ηλικία 2 ετών καθώς και συσχέτιση μεταξύ ορισμένων μικροβίων του εντέρου που σχετίζονται με φλεγμονή στα νήπια στα 2 έτη και αύξησης των προβλημάτων ψυχικής υγείας τους στα 4 έτη.
Επίσης, ανέφεραν ότι παρατήρησαν «διακριτές διαφορές στα προφίλ του εντερικού μικροβιώματος που συνδέονται με κάθε έκθεση σε αντιξοότητες». Συμπέραναν ότι τα παιδιά των μητέρων που είχαν κακοποιηθεί ή παραμεληθεί είχαν όλα ένα παρόμοιο πρότυπο μικροβίων. Επιπλέον, τα παιδιά των οποίων οι μητέρες βίωσαν άγχος όσο κυοφορούσαν είχαν διαφορετική «μικροβιακή υπογραφή», όπως και εκείνα που είχαν ζήσει στρεσογόνα γεγονότα.
Διστακτικοί με τα ευρήματα ορισμένοι επιστήμονες
Παρόλο που η μελέτη χαρακτηρίστηκε «προκλητική» και ορισμένοι επιστήμονες στάθηκαν κριτικά απέναντί της, τα συμπεράσματά της δίνουν τροφή για σκέψη. Όπως σχολιάζει η Washington Post, «τα ευρήματα προστίθενται σε ένα αυξανόμενο σώμα ερευνών στον εκκολαπτόμενο τομέα της διατροφικής ψυχιατρικής και θα μπορούσαν να επιστήσουν την προσοχή [μας] στη σύνδεση εγκεφάλου-εντέρου, ιδίως μετά από τραύματα και αντιξοότητες».