ΠΩΣ ΤΑ ΙΔΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ ΜΑΣ ΕΓΙΝΑΝ ΕΠΙΤΡΑΠΕΖΙΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ
Έχει τύχει να ταξιδεύεις στην Ελλάδα και να ακούσεις μια λέξη που δεν καταλαβαίνεις; Αν παίξεις «Ντοπιολαλιά», μπορεί να την ξανακούσεις και να μάθεις τι σημαίνει. Ο Παναγιώτης Παναγιωτόπουλος, εμπνευστής της πιο πρωτότυπης σειράς επιτραπέζιων που έχουμε δει εδώ και καιρό, εξηγεί πώς είχε την ιδέα να κάνει τα ιδιώματα του τόπου μας, παιχνίδι.
Η λέξη «αρκουδοπούρναρο» είναι σύνθετη (αρκούδι και πουρνάρι), μιλιέται στο ιδίωμα της Ευρυτανίας και χαρακτηρίζει ένα χειμερινό φυτό που μοιάζει με το Χριστουγεννιάτικο γκι. Χάρη σε αυτήν γεννήθηκε μια πρωτότυπη και απολύτως ελληνική σειρά επιτραπέζιων παιχνιδιών: η Ντοπιολαλιά.
«Η ιδέα ξεκίνησε σε ένα καφενείο στην ορεινή Ευρυτανία, τόπο καταγωγής μου, όταν φίλοι, επισκέπτες και ντόπιοι αναζητούσαμε τι σημαίνει αρκουδοπούρν’», εξηγεί ο Παναγιώτης Παναγιωτόπουλος, εμπνευστής των παιχνιδιών. «Και τότες έφαγα μια πετριά. Τι όμορφο που θα ήταν, σκέφτηκα, αν αυτό γινόταν ένα ψυχαγωγικό επιτραπέζιο παιχνίδι για να γνωρίζουν τον τόπο οι επισκέπτες!»
Η «πετριά» είναι μια ακόμη λέξη που ίσως συναντήσεις παίζοντας Ντοπιολαλιά. Απαντάται στο θεσσαλικό ιδίωμα και μεταφορικά χαρακτηρίζει την εμμονή. Όσο μιλάς με τον Παναγιώτη, μαθαίνεις όλο και περισσότερες άγνωστες λέξεις.
«Η Ντοπιολαλιά είναι ένα παιχνίδι φιλικό και φιλόξενο», λέει. «Έχει σχεδιαστεί έτσι, ώστε με όχημα το γλωσσικό παιχνίδι να παρουσιάζεται με ψυχαγωγικό τρόπο η ιστορία, ο πολιτισμός, η παράδοση, η γαστρονομία, η καθημερινή ζωή, η αρχιτεκτονική, η πανίδα, η χλωρίδα και η κουλτούρα κάθε περιοχής. Είναι το μοναδικό ίσως επιτραπέζιο παιχνίδι που μπορούν να απολαύσουν ευχάριστα οι παππουδολαλάδες με τα εγγόνια τους».
Όπου «παππουδολαλάδες» είναι κρητική ιδιωματική λέξη και σημαίνει παππούδες και γιαγιάδες, πρόγονοι.
Οι πρώτες θεματικές εκδόσεις της Ντοπιολαλιάς περιλαμβάνουν τα Κρητικά, τα Ποντιακά, τα Ηπειρώτικα και τα Κουτσαβάκικα. Και, όπως αποκαλύπτει μια κουβέντα με τον δημιουργό της, αυτές είναι μόνο η αρχή.
Η Ντοπιολαλιά είναι σαν ένα ταξίδι στην Ελλάδα
– Πώς καταλήξατε στην τελική μορφή του παιχνιδιού;
Η Ντοπιολαλιά αποτέλεσε ίσως τον δικό μου, προσωπικό τρόπο να γνωρίσω την Ελλάδα και τους ανθρώπους της. Κάποιοι επιλέγουν ένα βιβλίο. Άλλοι πάλι ταξιδεύουν ή γνωρίζουν την Ελλάδα μέσα από τα τραγούδια και τους χορούς της. Εγώ επέλεξα το παιχνίδι που συγκεντρώνει όλα τα παραπάνω με τρόπο ψυχαγωγικό, βιωματικό, διαδραστικό και άμεσο.
Φυσικά, τότε δεν ήξερα πόσο δύσκολο έμελλε να είναι αυτό το εγχείρημα – βοήθησε, βέβαια, και το ανθρωπολογικό μου υπόβαθρο. Εξελίχθηκε σε μια πολυετή εργασία, στην οποία επενδύθηκαν πάνω από τέσσερα χρόνια έρευνας και ανάπτυξης, με πολλές επισκέψεις, συζητήσεις με αυθεντικούς ομιλητές, συλλογή, σταχυολόγηση και επεξεργασία υλικού, και πολλά δοκιμαστικά τραπέζια παιχνιδιών, με πλήθος συνδυασμών παικτών, με βάση την ηλικία και την εντοπιότητα.
Αυτόν τον καιρό ετοιμάζουμε και μια ψηφιακή έκδοση, την ψηφιακή Ντοπιολαλιά. Πρόκειται για ένα παιχνίδι που αναπτύσσεται όπως ένας ζωντανός οργανισμός. Ένα παιχνίδι ανοικτό, στο οποίο το κοινό του δύναται να συνεισφέρει περιεχόμενο. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο σχεδιάσαμε τις «Λεξορμήσεις», μια πανελλήνια δράση για τη συλλογή και διάσωση λέξεων που χάνονται.
– Ποια ήταν η μεγαλύτερη δυσκολία;
Η μεγαλύτερη πρόκληση ήταν ο μετασχηματισμός της πρώτης ύλης, μιας ως επί το πλείστον προφορικής ή μητρικής λαλιάς, σε ψυχαγωγικό παιχνίδι, που να προσελκύει το ενδιαφέρον τόσο των νεότερων γενιών όσο και των μη ντόπιων. Για τις ανάγκες του παιχνιδιού ανέπτυξα ένα ειδικά σχεδιασμένο μοντέλο παιγνιοποίησης της γλώσσας. Η βάση του παιχνιδιού είναι κοινή σε όλες τις εκδόσεις, αλλά κάθε θέμα αποτελεί ένα αυτοτελές πολιτιστικό έργο. Εμπνέεται από το ιδιαίτερο τοπικό χρώμα, τα εμβληματικά στοιχεία του πολιτισμού και την κουλτούρα κάθε γλωσσικής περιοχής που καταπιάνεται.
Στα Κρητικά λ.χ. κυριαρχεί η μουσική παράδοση και η κουζίνα. Τα Ηπειρώτικα αναδεικνύουν την κουλτούρα των ανθρώπων των ορέων, σε αντίθεση με τη λαλιά των ναυτικών που είναι θαλασσινή, αέρινη, κοσμοπολίτικη, ταξιδιάρικη, εξωστρεφής. Τα Κουτσαβάκικα, πάλι, είναι φύσει πικάντικα και εξόχως μάγκικα.
Προς μεγάλη μου χαρά, η Ντοπιολαλιά δεν είναι πλέον ένα προσωπικό ταξίδι αλλά μια συλλογική προσπάθεια μεγάλης ομάδας ταλαντούχων δημιουργών, γλωσσολόγων, ερευνητών, σχεδιαστών, εικονογράφων, με αγάπη για την γλώσσα, τη λαϊκή παράδοση και τον πολιτισμό. Σκεφτείτε ότι η επικεφαλής εικονογράφος μας, η Δήμητρα, παίζει τσαμπούνα.
Η κοινότητά μας μεγαλώνει καθημερινά. Συνεργαζόμαστε πλέον με μελετητές, ερευνητές, πολιτιστικούς συλλόγους και φορείς από όλη την Ελλάδα. Για τον καλύτερο συντονισμό των δράσεών μας φτιάξαμε το μη κερδοσκοπικό «Πολιτιστικό Δίκτυο για την Ντοπιολαλιά». Με το Ινστιτούτο Γλωσσολογίας του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης ολοκληρώσαμε πρόσφατα τα Θρακιώτικα. Με την Πανελλήνια Ομοσπονδία Σαρακατσάνων φτιάχνουμε τα Σαρακατσάνικα, αφιερωμένα στους νομάδες Σαρακατσάνους. Και έπονται άλλες εκδόσεις, τα Κυπριακά, τα Καλιαρντά, η λαλιά της γεύσης, τα Κορφιάτικα, η λαλιά των ναυτικών κ.ά.
Παίζοντας με τις λέξεις
– Αν έπρεπε να εξηγήσετε στα γρήγορα σε φίλους τους κανόνες με απλό τρόπο, ώστε να τους παρακινήσετε να παίξουν, τι θα λέγατε;
Αν ήταν Κρητικοί, θα τους κέντριζα λέγοντας: «Δεν έχεις παίξει ντοπιολαλιά σύντεκνε, δεν έχεις παίξει πράμα». Αν ήταν τύποι που προτιμούν τα ρεμπέτικα, θα τους έπαιζα την εξής πενιά: η Ντοπιολαλιά «είναι τεφαρίκι πράμα, αδερφάκι μου». Αν ήταν Πόντιοι, θα τους προσκαλούσα: «Ύιαν και χαιρετίαν, ντο λες να καλατσέβομεν παίζοντας;»
Αν, πάλι, ήταν επισκέπτες στον τόπο μου, θα τους καλούσα σε μια πρωτόγνωρη εμπειρία γνώσης. Η Ντοπιολαλιά θα σε διασκεδάσει με τα σκωπτικά της πειράγματα, τα ντόπια χωρατά και τα δίστιχα της τάβλας. Θα σε συναρπάσει με την πλοκή και τις συνεχείς ανατροπές της.
– Παρακολουθώντας το παιχνίδι να παίζεται, ως παρατηρητής, είδατε να συμβαίνουν πράγματα που δεν είχατε φανταστεί ή σας εξέπληξαν;
Κατά τη διάρκεια τόσο των δοκιμαστικών παιχνιδιών, όσο και σήμερα, που τα παιχνίδια ήδη κυκλοφορούν, παίζονται στα σπίτια, σε ιδιωτικούς και δημόσιους χώρους και ωριμάζουν σαν τον οίνο τον αγαπητό, εκείνο που αναδύθηκε χωρίς να είναι εξαρχής αυτοσκοπός ήταν η παρασκηνιακή λειτουργία του παιχνιδιού. Ειδικά στα τραπέζια παιχνιδιών που συμμετείχαν παίκτες μεγαλύτερης ηλικίας, το παιχνίδι από ένα σημείο και ύστερα, εκκινούσε έναν εσωτερικό μηχανισμό συναισθηματικής διέγερσης και δια-δραστικής ανάκλησης της προσωπικής αλλά και τις συλλογικής μνήμης. Αυτή ήταν και είναι για μένα μια συναρπαστική εμπειρία. Να παρακολουθείς τους μεγαλύτερους να αφηγούνται βιωματικές ιστορίες σαν γάργαρο νερό, να ανακαλούν μνήμες αλλά και νέο γλωσσικό περιεχόμενο, και οι νεότεροι να ξεδιψούν απολαμβάνοντας τη στιγμή. Μια αυθεντική πολιτισμική ανταλλαγή.
H Ντοπιολαλιά εξελίσσεται γρήγορα σε ένα παιχνίδι ανάκλησης που λειτουργεί στο παρασκήνιο ως ένα είδος μαιευτικής. Από ένα χρονικό σημείο και μετά, το παιχνίδι μετατρέπεται σε ένα κέντρισμα, ένα έναυσμα που εκκινεί έναν συναισθηματικό μηχανισμό ανάσυρσης αναμνήσεων, βιωμάτων, εμπειριών. Ενισχύει την ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη. Συμβάλλει στην εξάσκηση της μνήμης και άλλων δεξιοτήτων, καθώς και στην ψυχική και πνευματική υγεία των ηλικιωμένων. Κοινωνικοποιεί και φέρνει σε επαφή παιδιά, γονείς, γιαγιάδες και παππούδες, γεφυρώνει δημιουργικά το χάσμα γενεών.
Το μέτρο και οι απώλειες
– Στη σύγχρονη Ελλάδα, το ενδιαφέρον για την ιστορία μερικές φορές εκπίπτει σε αρχαιολατρεία και η παράδοση καταλήγει απλώς φολκλόρ. Πώς θα μπορούσαμε να βρούμε μια ισορροπία;
Η αισθητική θα πρέπει να είναι το μέτρο. Στη μουσική έχει ήδη επέλθει μια οργανική ισορροπία, μια μουσική σκηνή αποτελούμενη από δεκάδες νέα σχήματα ταλαντούχων δημιουργών, που επαναπροσεγγίζουν με έναν ηχητικό αέρα ανανέωσης τη λαϊκή μουσική παράδοση και συνεισφέρουν στον σύγχρονο μουσικό μας πολιτισμό. Την ίδια στιγμή, ο Jack White των White Stripes σε συνεργασία με τον βραβευμένο με Grammy μουσικολόγο Christopher King κυκλοφορούν συλλογή ελληνικών παραδοσιακών τραγουδιών με τίτλο «Why the Mountains are Black».
Ομοίως και στη διαφαινόμενη αναγέννηση της σύγχρονης ελληνικής γαστρονομίας, που μπόλιασε την δημιουργική γεύση με την τοπικότητα, όταν απέρριψε τα συμπλέγματα παλαιότερων γενεών. Είναι καιρός να επεκταθεί και στις άλλες πτυχές η οργανική επανασύνδεση με το σήμερα. Γιατί όχι και στη μητρική μας γλώσσα, που πολεμήθηκε βάναυσα με πολιτισμικό ρατσισμό και άρνηση, με θύμα τελικά την ίδια την ποιητικότητά της; Δεν είχε πάντοτε ο άνθρωπος μια συμπλεγματική σχέση με την ταυτότητα του. Από την άλλη, όπως σωστά έλεγε και η ποιήτρια Κατερίνα Γώγου, οι ρίζες είναι για να βγάζουμε κλαδιά. Κάθε ιδεοληπτική επιμονή να παραμείνουμε στο χθες, όπως και κάθε ιδεοληπτική φραγή η οποία διαγράφει αλόγιστα γνώση αιώνων, με απωθούν ομοίως.
Είναι αλήθεια πως χάνοντας μια γλώσσα χάνουμε αιώνες αποθηκευμένης γνώσης, χάνουμε έξυπνες λύσεις και τεχνικές, απαντήσεις αποτελεσματικές σε σημερινά παγκόσμια προβλήματα, που ήταν πιο επιτυχείς επειδή είχαν δοκιμαστεί. Είναι απελπιστικό να ξεκινάμε κάθε φορά φτωχότεροι. Είναι σαν να διαγράφεις τις τελευταίες γενιές λογισμικού και να ξεκινάς κάθε φορά από τα windows 95 ή το πρώτο iOS.
Στα χωριά και τις κοινότητες, λόγου χάρη, είχαν καθημερινό βίωμα την ανακύκλωση, τις εναλλακτικές μορφές ενέργειας, τον κοινοτικό τρόπο ζωής, τον συνεταιρισμό και τη συνέργεια, την κυκλική οικονομία, κι αυτό γινόταν επί αιώνες πριν ξανακουστούν ως επαναστατικές ιδέες σε trendy forum καινοτομίας. Γιατί, λοιπόν, να μην εμπνευστούμε από τα συνεργατικά μοντέλα, τη σεμπριά (παλαιά αγροτική συνεργατική πρακτική), το σαρακατσάνικο τσελιγκάτο (κτηνοτροφικός συνεταιρισμός των νομάδων Σαρακατσάνων), ή τους συντροφοναύτες της Ύδρας, των Σπετσών και των Ψαρών;
Παράλληλα, αποχρωματοποιώντας τη γλώσσα χάνουμε την ποιητικότητά της στην τοπική της έκφραση. Χάνονται σημασίες και λέξεις τις οποίες αρνούμαστε ab initio και δεν τις κατανοούμε, γιατί οι ορεινοί οικισμοί έχουν διαφορετική ταξινομία της πραγματικότητας από τους νησιώτικους. Απορρίπτοντας χάνουμε.