ΔΥΟΜΙΣΙ ΜΕΡΕΣ ΣΤΟ ΥΠΕΡΟΧΟ ΜΠΙΛΜΠΑΟ
Δυόμισι μέρες στο Μπιλμπάο επιδοθήκαμε σε pintxos hopping. Μπαίναμε από μπαρ σε μπαρ, διαλέγοντας βάσκικα tapas, πάντα με ένα ποτήρι txakoli –το τοπικό αφρώδες κρασί– στο χέρι και έχοντας σε κάθε γωνιά την ίδια αίσθηση: Aυτή η πόλη έχει έναν μοναδικό τρόπο να κάνει το βιομηχανικό να συνομιλεί με το φουτουριστικό και το νεοκλασικό.
Η Χώρα των Βάσκων αποτελούσε για καιρό έναν τόπο φαντασίωσης, έναν προορισμό που είχε ζωντανέψει κάμποσες φορές μπροστά μου μέσα από τις σελίδες της «Πατρίδας» του Φερνάντο Αραμπούρου, τις ιστορίες γύρω από την τρομοκρατική δράση της ΕΤΑ και τις αφηγήσεις για τους γαστριμαργικούς θησαυρούς σε κάθε γωνιά της αυτόνομης κοινότητας της Ισπανίας. Η απόφαση ελήφθη και το ταξίδι ξεκίνησε λίγες εβδομάδες μετά την κράτηση της πτήσης για Μπιλμπάο, την πρωτεύουσα της επαρχίας της Βισκαϊκής.
Άρθρα και βιβλία λειτούργησαν σαν αυτοσχέδιος ταξιδιωτικός οδηγός, τόσο για την εξερεύνηση της περιοχής όσο και των κατοίκων της, που αυτοπροσδιορίζονται ως «εουσκαλντουνάκ» – σημαίνει «βασκόφωνος» ή κυριολεκτικά «εκείνος που κατέχει τη βασκική».
Η πτήση διαρκεί περίπου τρεις ώρες, ιδανικός χρόνος για να επιστρέψουμε στις ταξιδιωτικές μας σημειώσεις και να αποφασίσουμε με τι θα ξεκινήσουμε. Προσγειωνόμαστε στο αεροδρόμιο του Μπιλμπάο, το οποίο σχεδίασε ο Σαντιάγκο Καλατράβα και θυμίζει περιστέρι, γι΄ αυτό και οι κάτοικοι το αποκαλούν «Paloma». Η απόσταση μέχρι το κέντρο της πόλης είναι εύκολη ακόμα και με το λεωφορείο που φτάνει στην καρδιά του εμπορικού κέντρου.
Χωρίς αναμονές και καθυστερήσεις βρεθήκαμε μέσα σε λίγα λεπτά στη Gran Vía – με τα καταστήματα για επώνυμο shopping. Διασχίσαμε πολλές μεγαλοαστικές κατοικίες σε νέο μπαρόκ και νέο γοτθικό στυλ και κατευθυνθήκαμε με τα πόδια στην Casco Viejo, την Παλιά Πόλη, όπου βρισκόταν το ξενοδοχείο μας: Pension Boutique Caravan Cinema.
Εμείς μείναμε στο δωμάτιο του Tim Burton, μικροσκοπικό αλλά ντιζαϊνάτο. Αφήσαμε τις αποσκευές και ήπιαμε τον πρώτο καφέ της ημέρας στo ιστορικό Café Bilbao, στην Plaza Nueva, που βρισκόταν σε απόσταση δύο λεπτών. Ανοίξαμε χάρτες, δοκιμάζοντας μια τορτίγια με πατάτες και κοιτάζοντας τα νεοκλασικά κτίρια, που περιστοιχίζουν την πλατεία, ταξιδεύοντάς μας σε άλλη εποχή.
Ήδη, από τις πρώτες ώρες, είχαμε νιώσει στο πετσί μας αυτό που έγραφαν όλοι οι ταξιδιωτικοί συντάκτες. Η πόλη κάνει το βιομηχανικό να συνομιλεί με το φουτουριστικό και το νεοκλασικό, με έναν τρόπο μοναδικό.
Κατευθυνθήκαμε στον ποταμό Nervión, στις όχθες του οποίου διαδραματίζεται ένα σημαντικό μέρος τη ζωής της πόλης – εξάλλου Μπιλμπάο στα βασκικά σημαίνει «δύο όχθες». Κάποιοι έκαναν τζόκινγκ, άλλοι ποδηλατάδα και αρκετοί –όπως εμείς– έναν περίπατο εξερεύνησης. Λιγότεροι –προφανώς τουρίστες– είχαν επιλέξει μια μίνι κρουαζιέρα στα νερά των εκβολών του ποταμού.
Διασχίσαμε μια παιδική χαρά δίπλα στα σκουροπράσινα νερά, συναντήσαμε την πεζογέφυρα Zubizuri του Καλατράβα, που συνδέει τα δύο κομμάτια της πόλης πάνω από τον ποταμό Nervión, ξαποστάσαμε σε μια από τις ξύλινες ξαπλώστρες που έχει τοποθετήσει ο δήμος πάνω στις όχθες του ποταμού. Η θέα του Μουσείου Guggenheim του Μπιλμπάο ήταν ήδη επιβλητική. Αγναντέψαμε από απέναντι το κτίριο από τιτάνιο, γυαλί και πέτρα του Frank Owen Gehry που θεωρείται το απόλυτο σύμβολο της αναγέννησης της βιομηχανικής πόλης. Τα φύλλα τιτανίου έκαναν τη γλυπτική του φόρμα να αστράφτει κάτω από το φως του ήλιου και πυροδότησαν μια συζήτηση όπου οι ιστορικές αναφορές διαπλέκονταν με τις τουριστικές οδηγίες.
Σκεφτήκαμε πως το Μπιλμπάο μέχρι πριν τρεις δεκαετίες ήταν μια βρώμικη βιομηχανική πόλη, με ουρανό μολυσμένο από τον καπνό των χαλυβουργείων και των ναυπηγείων. Το αριστούργημα όμως της σύγχρονης αρχιτεκτονικής μετέτρεψε τη βιομηχανική πόλη σε ταξιδιωτικό προορισμό, που ακολούθησε το μοντέλο της ήπιας τουριστικής ανάπτυξης και δεν παραδόθηκε αμαχητί στην τουριστική μαζική βιομηχανία, αποτελώντας παράδειγμα για τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές πόλεις.
Διασχίσαμε τη γέφυρα και μπήκαμε στο Guggenheim Museum που φιλοξενεί μια μόνιμη καθηλωτική συλλογή με έργα σύγχρονης τέχνης και παράλληλα κάποιες περιοδικές εκθέσεις. Χαθήκαμε μέσα στα installations που έπαιζαν με το φως, τον ήχο και τον νου και βγήκαμε με μια διάχυτη αίσθηση πως βρισκόμαστε σε άλλη διάσταση. Ανηφορήσαμε για να δούμε το Puppy, το ανθισμένο γλυπτό του Αμερικανού Jeff Koons, ένα κουτάβι τεραστίων διαστάσεων που συγκεντρώνει από κάτω του εκατοντάδες επισκέπτες.
Δοκιμάζοντας την τοπική κουζίνα
Είχε πια φτάσει η ώρα για ένα txakoli και μερικά βάσκικα μεζεδάκια. Επιλέξαμε να κάτσουμε στο Campa de los Ingleses και περιοριστήκαμε σε ένα πιάτο με jamón ibérico, το ισπανικό παστό χοιρομέρι, για να συνεχίσουμε τη γευσιγνωσία μας αργότερα αλλού. Από το τραπέζι μας φαινόταν η τεράστια μεταλλική αράχνη της Γαλλοαμερικανίδας εικαστικού Louise Bourgeois (που βρισκόταν στην Ελλάδα, στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος μέχρι τον προηγούμενο Νοέμβριο).
Επιστρέψαμε στο Casco Viejo, χαθήκαμε στα σοκάκια με τα μικρομάγαζα και τα μπαράκια στο ιστορικό κέντρο της πόλης.
Η υψηλή γαστρονομία ήταν παρούσα παντού, ανεξάρτητα από το εάν κανείς καταφέρει να εξασφαλίσει ένα τραπέζι στα διάσημα βάσκικα εστιατόρια. Τα pintxos είναι ευλαβικά παρατεταγμένα πάνω στην μπάρα του κάθε μαγαζιού.
Ξεκινήσαμε τη γευσιγνωσία από το Victor Montes που βρίσκεται στην Plaza Nueva και επιλέξαμε κατσικίσιο τυρί και καρύδια, μικρά ψαράκια, μπακαλιάρο σε σάλτσα pil-pil, όλα πάνω σε φρέσκα ψωμάκια.
Συνεχίσαμε τη γευσιγνωσία στο γειτονικό Antxoa, δοκιμάζοντας πιπεριά γεμιστή με τόνο και αντζούγια πάνω σε τραγανή μπαγκέτα και φυσικά ένα ακόμα txakoli που είναι ευκολόπιοτο χάρη στη χαμηλή περιεκτικότητά του σε αλκοόλ.
Την επόμενη ημέρα, πήραμε πρωινό στο καφέ Beetle στην πλατεία Unamuno Miguel, που έχει στάση μετρό. Ήπιαμε φρέσκους χυμούς και φάγαμε σάντουιτς με xαμόν, σεράνο και ιμπέρικο, τσορίθο με ισπανικά τυριά. Συνομιλήσαμε με ντόπιους και οι συζητήσεις μας δεν τους απογύμνωσαν από τους μύθους με τους οποίους οι Euskaldunak είναι περιτυλιγμένοι. Οι περισσότεροι δεν δηλώνουν ούτε σήμερα Ισπανοί και θεωρούν γλώσσα τους την Euskara.
Προτού συνεχίσουμε την περιπλάνηση, δοκιμάσαμε μια tarta de queso –το περίφημο βασκικό cheesecake– και pastel vasco, ένα παραδοσιακό γλύκισμα με κρέμα στον φούρνο.
Απόγευμα στο Μπιλμπάο
Είδαμε τον γοτθικό καθεδρικό, χτισμένο τον 15ο αιώνα στην Παλιά Πόλη, ανηφορήσαμε προς τα πάνω για να πάρουμε το τελεφερίκ που θα μας ανέβαζε στο βουνό Artxanda για να αγναντέψουμε το Μπιλμπάο από ψηλά.
Κάτσαμε στο πάρκο και αφήσαμε τη θέα να μας κόβει την ανάσα, σκεπτόμενοι πως το Μπιλμπάο μπήκε στον ευρωπαϊκό τουριστικό χάρτη για να μείνει.
Κατηφορίσαμε για να επισκεφτούμε το San Mamés, το στάδιο της Athletic Bilbao και ένα από τα καλύτερα στον κόσμο. Η ξενάγηση ήταν ενδιαφέρουσα ακόμα και για όσους αδιαφορούν για το ποδόσφαιρο, καθώς η ιστορία της ομάδας είναι συνυφασμένη με την ιστορία της πόλης.
Είχε πια σουρουπώσει. Κατευθυνθήκαμε στo Café Iruña, στο ιστορικό εστιατόριο που μετρά πάνω από έναν αιώνα ζωής, για το τελευταίο μας δείπνο. Κάτσαμε στη μεγάλη σάλα για ζεστά πιάτα και ξεχωρίσαμε τις patatas bravas, τη δική τους εκδοχή burger και φυσικά το προτεινόμενο επιδόρπιο.
Το τελευταίο μας πρωί στο Μπιλμπάο, έπειτα από τον καθιερωμένο καφέ στο Café Bilbao –σημείο εκκίνησης της κάθε μας ημέρας– φάγαμε στο βραβευμένο Xukela στο Casco Viejo. Κάναμε κάποιες μικροαγορές στα μεσαιωνικά σοκάκια και έπειτα περπατήσαμε στο νέο κομμάτι της πόλης που στεγάζει τις ακριβές μπουτίκ και φυσικά το Corte Inglés, το γνωστό ισπανικό πολυκατάστημα.
Τα βήματα μας μας οδήγησαν στον ποταμό Nervión για το τελευταίο αντίο. Αποχαιρετήσαμε την πόλη, κοιτάζοντας τους δίδυμους ουρανοξύστες του Ιάπωνα αρχιτέκτονα Arata Isozaki.
Αποχαιρετώντας το Μπιλμπάο
Ήμασταν πια έτοιμοι να παραλάβουμε το αυτοκίνητο που είχαμε νοικιάσει για να ξεκινήσει το road trip μας στη Χώρα των Βάσκων. Η εταιρεία ενοικίασης βρισκόταν πίσω από το σιδηροδρομικό σταθμό Abando, μια περιοχή που έδειχνε να μην έχει βγει εντελώς από την οικονομική παρακμή και ενδεχομένως να παρέπεμπε στο πως ήταν το Μπιλμπάο προτού αναγεννηθεί. Κοντοσταθήκαμε μπροστά στο τεράστιο βιτρό του σταθμού που απεικονίζει σκηνές από τη ζωή και τα έθιμα της πόλης. Αναλογιστήκαμε τι δεν προλάβαμε να κάνουμε, όπως το να μπούμε στη μεγαλύτερη κλειστή αγορά της Ευρώπης, Mercado de la Ribera, να φάμε στο La Viña del Ensanche ή να δούμε περισσότερη μοντέρνα τέχνη σε κάποιο από τα άλλα μουσεία.
Ο χρόνος όμως μετρούσε αντίστροφα. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο για να επισκεφτούμε το Getxo, μια κωμόπολη (που ανήκει στην μητροπολιτική περιοχή του Μπιλμπάο), η οποία λόγω της τεράστιας πλαζ της, θεωρείτο τόπος παραθερισμού της αστικής τάξης από τις αρχές του 20 αιώνα. Μετά από έναν περίπατο και ένα παγωτό στην παραλία του Γκέτσο, προσανατολιστήκαμε στην Κρεμαστή Γέφυρα Μπισκάγια, Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομίας της Unesco.
Πήραμε ένα τελευταίο txakoli σε πλαστικό ποτήρι, κοιτάξαμε για κάμποση ώρα με δέος κι αυτό το αρχιτεκτονικό θαύμα, αναλογιζόμενοι πως προτού αυτός ο τόπος αναδειχθεί σε μια από τις πλουσιότερες περιοχές του ισπανικού βορρά, είχε βυθιστεί στην ανεργία εξαιτίας της αποβιομηχάνισης. Οι Βάσκοι όμως παρά την ταραχώδη πορεία τους, τα κατάφεραν. Δεν κατέκτησαν μόνο τα περισσότερα αστέρια Michelin στην Ευρώπη, αλλά πέτυχαν το νέο μοντέλο ήπιας τουριστικής ανάπτυξη. Κάνοντας όλο τον κόσμο να λέει «Κάν’ το όπως το Μπιλμπάο».