ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΠΟΥ ΜΕΓΑΛΩΝΕΙ ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΑΛΛΑΞΕΙ ΤΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ DNA ΤΟΥ
Το περιβάλλον στο οποίο μεγαλώνει ένα παιδί δεν επηρεάζει μόνο τον ψυχισμό του, αλλά μπορεί ακόμα και να αλλάξει τη λειτουργία του DNA του, όπως μας μαθαίνει πλέον η επιγενετική.
Υπάρχει ένα απόφθεγμα που λέει ότι το καλύτερο που έχει να κάνει ένας γονιός είναι να μεγαλώσει το παιδί του με τέτοιον τρόπο, ώστε να μην χρειαστεί ποτέ αυτό να αναρρώσει από την παιδική του ηλικία. Γιατί, παρόλο που η παιδική ηλικία μοιάζει να περνά με την ταχύτητα του φωτός, τα σημάδια που αφήνουν τα βιώματα στον μελλοντικό ενήλικα συχνά είναι δυσβάσταχτα.
Μάλιστα, όπως αποδεικνύει τα τελευταία χρόνια η επιστήμη με την επιγενετική, το περιβάλλον στο οποίο μεγαλώνει ένα παιδί, δεν επηρεάζει μόνο την ψυχολογία και τη συμπεριφορά του, αλλά μπορεί να έχει ισχυρή επίδραση ακόμα και στα ίδια του τα γονίδια και τον τρόπο που αυτά λειτουργούν.
Τι μας μαθαίνει η επιγενετική
Η επιγενετική είναι ένας επιστημονικός τομέας που αναπτύσσεται τα τελευταία χρόνια. Το σύνολο των σχετικών μελετών μας δείχνει τον τρόπο που το περιβάλλον –και δη οι εμπειρίες που έχουμε ως παιδιά– μπορεί να επηρεάσει ή και να αλλάξει την έκφραση των γονιδίων μας.
Πλέον γνωρίζουμε ότι το DNA μας, το σύνολο των γενετικών πληροφοριών με το οποίο γεννιόμαστε, δεν αποτελεί τον μοναδικό καθοριστικό παράγοντα για την υγεία και την ευημερία μας. Τα γονίδια αποτελούν δυναμικές μονάδες που αλλάζουν την έκφρασή τους ανάλογα με τις συνθήκες και το περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται το άτομο. Έτσι, η διατροφή π.χ. της εγκύου ή το αν καπνίζει μπορεί να επηρεάσει την υγεία του αγέννητου μωρού της, ενώ η άσκηση μπορεί να φρενάρει τα γονίδια παχυσαρκίας. Με λίγα λόγια, δεν υπάρχει πλέον το δίλημμα γονίδια ή περιβάλλον. Σχεδόν πάντα το ποιοι είμαστε καθορίζεται και από τα δύο.
Η επιγενετική εξηγεί, επίσης, πώς γίνεται δύο άτομα με ίδιο γενετικό υλικό (ομοζυγωτικοί δίδυμοι) να είναι διαφορετικά, π.χ. να εκδηλώνουν διαφορετικές συμπεριφορές, ταλέντα, ακόμα και να αρρωσταίνουν από διαφορετικές ασθένειες.
Αυτό οφείλεται στις επιγενετικές επιρροές που δεν αλλάζουν μεν το DNA μας, αλλά μπορούν να αλλάξουν τον τρόπο με τον οποίο το σώμα μας διαβάζει μια ακολουθία DNA.
Έτσι, ένα έμβρυο που μεγαλώνει σε μια υγιή μήτρα από μία ήρεμη και χαρούμενη μαμά έχει λάβει θετικές επιρροές, δηλαδή θετικά χημικά σημάδια στα γονίδιά του. Για ένα παιδί, όμως, που μεγαλώνει σε ένα περιβάλλον τοξικό ή στρεσογόνο, τα σημάδια αυτά είναι αρνητικά. Αυτά μπορεί να είναι προσωρινά ή μόνιμα. Μπορεί να ενεργοποιούνται και να απενεργοποιούνται. Τα καλά νέα, όπως αναφέρει δημοσίευμα του Πανεπιστημίου Harvard, είναι ότι ίσως υπάρχουν τρόποι τα αρνητικά σημάδια να αντιστραφούν και να επανέλθει η υγιής λειτουργία του DNA.
Επιγενετική: Τα γονίδιά μας δεν καθορίζουν το μέλλον μας
Σε αντίθεση με τις μέχρι πρότινος πεποιθήσεις, τα γονίδιά μας σίγουρα επηρεάζουν το ποιοι είμαστε και πώς λειτουργούμε, όμως αυτή είναι μόνο η μία όψη του νομίσματος. Από την άλλη υπάρχει το περιβάλλον, αυτό στο οποίο αναπτυχθήκαμε πριν και μετά τη γέννησή μας, το οποίο μπορεί να παρέχει αρκετά ισχυρές εμπειρίες που χημικά να τροποποιήσουν ορισμένα γονίδια, το πώς και πότε αυτά θα εκφραστούν. Έτσι, ενώ οι γενετικοί παράγοντες ασκούν βέβαια ισχυρές επιρροές, οι περιβαλλοντικοί παράγοντες έχουν την ικανότητα να παραλλάσουν τα γονίδια που κληρονομήθηκαν.
Εμπειρίες στην εμβρυϊκή ή νηπιακή ηλικία μπορεί να προκαλέσουν χημικές αλλαγές στον εγκέφαλο που θα κρατήσουν μια ζωή
Τραυματικές εμπειρίες στα πρώτα στάδια της ζωής, όπως η κακή διατροφή, η έκθεση σε χημικές τοξίνες και ναρκωτικά, αλλά και σε τοξικό στρες, μπορεί να μην «ξεχαστούν» ποτέ, παρά να ενσωματωθούν στην αρχιτεκτονική του αναπτυσσόμενου εγκεφάλου μέσω του «επιγονιδιώματος», όπως το ονομάζει ο ψυχίατρος-ψυχοθεραπευτής Σπύρος Καλημέρης. Οι «βιολογικές μνήμες» που σχετίζονται με αυτές τις επιγενετικές αλλαγές μπορούν να επηρεάσουν πολλαπλά συστήματα οργάνων και να αυξήσουν τον κίνδυνο όχι μόνο για κακή σωματική και ψυχική υγεία, αλλά και για δυσκολίες στη μελλοντική μαθησιακή ικανότητα και συμπεριφορά.
Οι «θετικές επιρροές» στην ανάπτυξη του εγκεφάλου παραμένουν άγνωστες
Όπως χαρακτηριστικά περιγράφει το δημοσίευμα του Harvard, «παρόλο που οι γονείς μαθαίνουν ότι π.χ. το να βάζουν μελωδίες του Mozart στο μωρό τους θα παρέχει επιγενετικές αλλαγές που θα βελτιώσουν την γνωστική ανάπτυξή του, δεν υπάρχει απολύτως καμία επιστημονική απόδειξη για κάτι τέτοιο. Αυτό που πράγματι έχει βρεθεί είναι ότι συγκεκριμένες θετικές επιγενετικές τροποποιήσεις συμβαίνουν στα κύτταρα του εγκεφάλου, όταν τα κυκλώματα αυτού ενεργοποιούνται συστηματικά, π.χ. μέσω της αλληλεπίδρασης του βρέφους με τον ενήλικα. Έχει αποδειχθεί δε, ότι η ασφαλής σύνδεση μητέρας-βρέφος, αλλά και η θετική κοινωνική-συναισθηματική υποστήριξη που λαμβάνει ένα παιδί από την οικογένεια και την κοινότητα στην οποία μεγαλώνει θα μειώσουν την πιθανότητα αρνητικών επιγενετικών τροποποιήσεων που στο μέλλον θα το βάλουν σε κίνδυνο για σωματικές και ψυχικές διαταραχές.
Πώς θωρακίζουμε το «επιγονιδίωμα» του παιδιού
Το «επιγονιδίωμα», λοιπόν, μπορεί να επηρεαστεί από θετικές εμπειρίες, όπως υποστηρικτικές σχέσεις και ευκαιρίες μάθησης, ή αρνητικές εμπειρίες, όπως τοξικό περιβάλλον και στρεσογόνες συνθήκες ζωής (με λίγα λόγια ψυχική ή/και σωματική βία), οι οποίες αφήνουν την επιγενετική «υπογραφή» τους στα γονίδια του παιδιού και ενδεχομένως να κληροδοτούνται, όπως λέει ο κ. Καλημέρης.
Στην περίπτωση αυτή, η επαναφορά του υγιούς «επιγονιδιώματος» μπορεί να είναι εφικτή, αλλά χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια και είναι κοστοβόρα, αφού απαιτεί κυρίως ψυχοθεραπεία. Η επιγενετική, όμως, μπορεί να συνεισφέρει με τις επεξηγήσεις της στο καλύτερο θεραπευτικό αποτέλεσμα, όπως π.χ. στη θεραπεία του άγχους και της κατάθλιψης που φαίνεται να είναι αντιμετωπίσιμα.
Σε κάθε περίπτωση, η «πρόληψη», το μεγάλωμα δηλαδή του παιδιού σε ένα υγιές, ήρεμο, χαρούμενο και ασφαλές περιβάλλον, θα αποτελεί πάντα την καλύτερη ασπίδα ψυχικής προστασίας.