ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΞΑΡΤΗΘΕΙΣ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΑ ΑΠΟ ΦΑΡΜΑΚΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΠΡΟΚΑΛΟΥΝ ΕΞΑΡΤΗΣΗ;
Αν νιώθεις ότι εξαρτάσαι από κάποιο μικρό στρογγυλό χαπάκι –παρόλο που αυτό δεν περιέχει καμία εξαρτησιογόνο ουσία– δεν είσαι ο μόνος «κολλημένος» με το φάρμακό σου.
Η ιδέα να ρωτήσω και να μάθω για φάρμακα που δεν προκαλούν εξάρτηση και δεν απαιτούν ειδική ιατρική συνταγή αλλά «εξαρτούν» τελικά κάποιους από εμάς κατά τη χρήση τους ήρθε παρατηρώντας τη συμπεριφορά κοντινού και αγαπητού μου προσώπου. Ο φίλος αυτός υποφέρει από χρόνιο πόνο. Ο ίδιος τον εντοπίζει στην οσφυϊκή χώρα και οι απεικονιστικές εξετάσεις συμφωνούν μαζί του: Υπάρχει λόγος αλλά όχι τόσο σοβαρός που να δικαιολογεί τα συχνά και έντονα επεισόδια πόνου στη μέση τα οποία εκείνος περιγράφει.
Μετά από έναν εξαντλητικό κύκλο εξετάσεων και ιατρικών επισκέψεων σε ορθοπεδικούς, νευρολόγους και ρευματολόγους πήρε απόφαση να διαχειριστεί ο ίδιος τον πόνο του. Αποφάσισε δηλαδή να μην απευθυνθεί στα ιατρεία πόνου και στους ειδικούς γιατρούς που τα επανδρώνουν, τους αναισθησιολόγους, και ξεκίνησε να χρησιμοποιεί μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα υπό την επίβλεψη συγγενή του γιατρού παθολόγου. (Η παρακεταμόλη δεν τον βοηθούσε). Σήμερα «δεν κάνει» χωρίς αυτά, παρόλο που έχει γευτεί κάποιες από τις παρενέργειές τους. Και μάλιστα, απ’ ό,τι περιγράφει η σύντροφός του, έχει δημιουργήσει «καβάτζες» ώστε να έχει πάντα και εύκολα πρόσβαση στο φάρμακό του: στις τσέπες των μπουφάν, στο back pack, στα συρτάρια του γραφείο του, στο ντουλαπάκι του αυτοκινήτου… Είναι αυτό εξάρτηση;
Χρήση και κατάχρηση φαρμάκων
«Δεν είναι σπάνιο να συμβαίνει κατάχρηση φαρμάκων τα οποία δεν προκαλούν εξάρτηση και δεν απαιτούν ειδική ιατρική συνταγή. Τέτοια φάρμακα είναι τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη (π.χ. ιβουπροφαίνη, νιμεσουλίδη, μεφαιναμικό οξύ κ.ά.), τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα (π.χ. βουπροπιόνη, φλουοξετίνη, σερτραλίνη, βενλαφαξίνη κ.ά.) και ορισμένα αντιεπιληπτικά (π.χ. πρεγκαμπαλίνη)», γράφει ο Θωμάς Παπαρρηγόπουλος, Καθηγητής Ψυχιατρικής της Ιατρικής Σχολής του Ε.Κ.Π.Α., στο βιβλίο Οι Εξαρτήσεις, των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης.
Στην επικοινωνία μου με τη Χριστίνα Δάλλα, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια, Εργαστήριο Φαρμακολογίας, Ιατρική Σχολή ΕΚΠΑ, η οποία επιμελήθηκε της έκδοσης μαζί με τον κ. Παπαρρηγόπουλο, προσπάθησα να αντιληφθώ γιατί η κατάχρηση φαρμάκων δεν αποτελεί εξορισμού και εξάρτηση.
«Για να μιλάμε για εξάρτηση και εθισμό πρέπει να πληρούνται τα διαγνωστικά κριτήρια της πρόσφατης 5ης έκδοσης της Ταξινόμησης των Ψυχικών Διαταραχών της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρείας», μου εξήγησε η κ. Δάλλα.
Ανατρέχω στη λίστα και μαθαίνω ότι για να θεωρηθεί κάποιος επίσημα εξαρτημένος πρέπει σε διάστημα 12 μηνών να πληροί δύο τουλάχιστον διαγνωστικά κριτήρια από τα ακόλουθα:
- Η ουσία συχνά λαμβάνεται σε μεγαλύτερες ποσότητες ή για μεγαλύτερες χρονικές περιόδους από όσο υπήρχε πρόθεση.
- Επίμονη επιθυμία ή ανεπιτυχείς προσπάθειες για διακοπή ή έλεγχο της χρήσης.
- Μεγάλο μέρος του χρόνου δαπανάται σε δραστηριότητες απαραίτητες για την απόκτηση της ουσίας, για τη χρήση της ουσίας ή για την ανάνηψη από τη δράση της.
- Σφοδρή επιθυμία (craving) ή παρόρμηση για χρήση της ουσίας.
- Επαναλαμβανόμενη χρήση που οδηγεί σε αποτυχία εκπλήρωσης μειζόνων υποχρεώσεων στην εργασία, στο σχολείο ή το σπίτι.
- Συνεχιζόμενη χρήση παρά την ύπαρξη επίμονων ή επαναλαμβανόμενων κοινωνικών ή διαπροσωπικών προβλημάτων που οφείλονται ή επιδεινώνονται από τη δράση της ουσίας.
- Εγκατάλειψη ή μείωση σημαντικών κοινωνικών, επαγγελματικών ή ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων εξαιτίας της χρήσης.
- Επαναλαμβανόμενη χρήση σε περιστάσεις που είναι σωματικά επικίνδυνες.
- Συνεχιζόμενη χρήση παρά την επίγνωση ότι υπάρχει επίμονο ή υποτροπιάζον σωματικό ή ψυχολογικό πρόβλημα, το οποίο είναι πιθανό να έχει προκληθεί ή να επιδεινωθεί από την ουσία.
- Αντοχή που χαρακτηρίζεται από: α) Ανάγκη για σημαντική αύξηση της ποσότητας της ουσίας για επίτευξη τοξίκωσης ή του επιθυμητού αποτελέσματος, β) Σημαντικά μειωμένο αποτέλεσμα με τη συνεχιζόμενη χρήση της ίδιας ποσότητας
- Στέρηση (χαρακτηριστικό σύνδρομο στέρησης για την ουσία).
Παρότι ο φίλος μου πληροί δύο από αυτά τα κριτήρια (συνεχίζει να παίρνει «το φάρμακό του» παρά την αντίθετη γνώμη του γιατρού του, και δεν μειώνει τις δόσεις παρόλο που έχει αποφασίσει ότι πρέπει να το ελαττώσει), δεν θεωρείται ουσιοεξαρτώμενος για τον απλούστατο λόγο ότι δεν λαμβάνει καμία εξαρτησιογόνο ουσία.Τότε τι είναι αυτό που τον κάνει να εξαρτά την καλή ψυχική του κατάσταση από ένα κοινό μη στεροειδές αντιφλεγμονώδες; Η ασφάλεια που νιώθει ότι αν το πάρει δεν θα πονάει.
Όταν η ουσία της «εξάρτησης» δεν βρίσκεται στην ουσία του φαρμάκου
«Υπάρχει και ο συμπεριφορικός-μη χημικός εθισμός, ο οποίος αφορά στη λήψη του σκευάσματος, αλλά όχι στην πραγματική ουσία», μας λέει η κα Χριστίνα Δάλλα και εξηγεί: «Κάποιος, δηλαδή, παίρνει ένα παυσίπονο για τον χρόνιο πόνο στη μέση ή για τον πονοκέφαλό του, το οποίο δεν είναι οπιούχο και χορηγείται χωρίς ειδική συνταγογράφηση. Κι έρχεται η στιγμή που η ιδέα ότι έχει ξεχάσει στο σπίτι το φάρμακό του τον αναστατώνει. Είναι το ίδιο που συμβαίνει σε κάποιον εξαρτημένος από τον τζόγο ή τη σωματική άσκηση, και το φαγητό. Δεν είναι η ουσία που προκαλεί τον εθισμό αλλά η εν λόγω συμπεριφορά».
Ρωτάω την ειδικό αν ισχύει αυτό που λένε πολλοί, ότι δεν τους πιάνει πια το ένα παυσίπονο άρα θα πάρουν δύο. «Πρόκειται για λανθασμένη εντύπωση», απαντά η καθηγήτρια και συνεχίζει: «Αυτό δεν ισχύει για τα παυσίπονα που χορηγούνται χωρίς ειδική ή χωρίς καμία συνταγή, τα οποία δεν ενέχουν κίνδυνο ουσιοεξάρτησης. Μόνο στα οπιούχα υπάρχει αντοχή. Τα κοινά παυσίπονα έχουν όμως άλλους κινδύνους. Η κατάχρηση και η υπερδοσολογία για παράδειγμα της παρακεταμόλης είναι επικίνδυνη, καθώς η ουσία αυτή είναι ηπατοτοξική σε υψηλές δόσεις».
Στη συζήτησή μας αναφέρεται στα φάρμακα που ανήκουν στην κατηγορία των ειδικά συνταγογραφούμενων φαρμάκων, που προκαλούν «αναστρέψιμο –όπως τονίζει– εθισμό:
- τα οπιούχα/οπιοειδή, που χορηγούνται κυρίως για την παυσίπονη δράση τους,
- εκείνα που περιέχουν κάνναβη (δεν κυκλοφορούν ακόμη στην Ελλάδα),
- τα ηρεμιστικά-αγχολυτικά και
- κάποια διεγερτικά.
Ωστόσο, αντικαταθλιπτικά, αντιψυχωσικά, σταθεροποιητές της διάθεσης και τα περισσότερα αντιεπιηληιπτικά φάρμακα δεν περιλαμβάνονται στη λίστα της ειδικής συνταγογράφησης.
Το φάρμακο που διώχνει τον πόνο
Ο έντονος πόνος είναι η αιτία που προκαλεί το «δέσιμο» μεταξύ του ασθενή και του παυσίπονου. Καθώς εισβάλει δραματικά στην ποιότητα της ζωής ασθενή και αλλοιώνει όχι μόνο τη λειτουργικότητά του αλλά και την ψυχική του κατάσταση, καθετί που απαλλάσσει το άτομο από τον πόνο ή έστω τον μειώνει μπορεί να προκαλέσει «εξάρτηση».
Ο πόνος είναι ιδιοσυγκρασιακός. Στο ίδιο δηλαδή ερέθισμα τα άτομα αντιδρούν διαφορετικά. Υπάρχει μάλιστα και κλίμακα πόνου. «Γι’ αυτό μιλάμε για νευροπαθητικό πόνο και για “Phantom pain”. Υπάρχουν περιστατικά ασθενών στους οποίους εκτός των παυσίπονων χορηγούνται και αντικαταθλιπτικά φάρμακα για την αντιμετώπιση του πόνου», μας λέει η κ. Δάλλα.
Ο ρόλος του ειδικού επιστήμονα
Στη σημερινή εποχή και στον ανεπτυγμένο κόσμο, η κατάχρηση φαρμακευτικών ουσιών και η άλογη χρήση τους αποτελεί μάστιγα για τη δημόσια υγεία και οικονομία. Οργανισμοί όπως ο ΠΟΥ τονίζουν την ανάγκη για επαγρύπνηση σε φαρμακοποιούς και γιατρούς, καθώς οι επιστήμονες αυτοί αποτελούν τον κρίσιμο σύνδεσμο για τη χορήγηση των φαρμάκων στους ασθενείς. Αλλά επειδή κανείς ειδικός δεν ζει τον πόνο του άλλου, τελικά είναι ο φίλος, η οικογένεια ή ο σύντροφος που πρέπει με μάτια ανοιχτά και χωρίς προκαταλήψεις να διακρίνει την εξαρτητική σχέση που μπορεί να έχει αναπτύξει ο άνθρωπός του με τη συνήθεια της λήψης ενός φαρμάκου. Μήπως ο αγαπημένος σας λειτουργεί μόνο κάτω από την παυσίπονη δράση ενός μικρού καλά κρυμμένου στο τσεπάκι του χαπιού;