ΜΑΡΤΥΡΙΑ: «ΕΙΧΑ ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ ΣΤΑ 20 ΚΑΙ Η ΜΗΤΕΡΑ ΜΟΥ ΑΡΧΙΣΕ ΝΑ ΚΟΙΜΑΤΑΙ ΜΑΖΙ ΜΟΥ»
Καθώς μια νεαρή μητέρα δυσκολεύεται με τη φροντίδα του μωρού της, θυμάται πώς η δική της μητέρα τη στήριξε όταν είχε κατάθλιψη στα 20, επιλέγοντας να κοιμάται στο πλευρό της.
Οι μητέρες –ειδικά σε προηγούμενες γενιές, όταν η πληροφορία δεν διανεμόταν απλόχερα μέσω μιας οθόνης– δεν είχαν πάντα τα κατάλληλα μέσα για να βοηθήσουν το παιδί τους σε κάθε δυσκολία που αντιμετώπιζε. Ήταν το ένστικτο αυτό που σε μεγάλο βαθμό τις οδηγούσε και, πολλές φορές, ήταν το καλύτερο «φάρμακο».
Με αφορμή την κυκλοφορία του νέου της μυθιστορήματος, Η 33χρονη βραβευμένη Αμερικανο-Βρετανή συγγραφέας Ρόαν Χισάγο έγραψε στον Guardian μια τρυφερή προσωπική της μαρτυρία.
Σε αυτήν περιγράφει τον απλοϊκό μα τόσο ουσιαστικό τελικά τρόπο που βρήκε η μητέρα της να σταθεί στο πλευρό της κατά τις πιο σκοτεινές στιγμές της. Και πώς αυτό της έμαθε να γίνει και η ίδια καλύτερη μητέρα.
Η μαρτυρία μιας νέας μητέρας
Την πρώτη νύχτα στο σπίτι μετά το μαιευτήριο, έδωσα αγώνα για να μην κλάψω. Κοιτούσα το ρολόι στον τοίχο – ήταν περίπου 3. Είχα στριμωχτεί ανάμεσα σε μαξιλάρια και πετσέτες. Το σώμα του μωρού μου ήταν καυτό και αναστατωμένο. Το μικρό της κεφαλάκι χωρούσε στην παλάμη του ενός μου χεριού. Ήμουν σίγουρη ότι την κρατούσα λάθος. Ότι αν την κρατούσα πιο σωστά, θα έτρωγε και θα κοιμόταν και θα μεγάλωνε υγιής και δυνατή. Ένιωθα, όμως, τη λαβή μου αδύναμη και ασταθή. Ίσως επειδή είχα κάνει καισαρική και η τομή πονούσε. Ή επειδή είμαι γενικά ατσούμπαλη. Κι εκείνη δεν σταματούσε να κλαίει.
Σκέφτηκα πόσο πολύ την αγαπάω και πόσο αβέβαιη είχα υπάρξει για τη μητρότητα. Πονεμένη, πρησμένη και εξαντλημένη, δεν ήμουν σίγουρη ότι είχα κάνει τη σωστή επιλογή. Και δεν είχε να κάνει με την ίδια – ήταν όλο δικό μου. Δεν ένιωθα φτιαγμένη για μαμά. Είχα την υποστήριξη της οικογένειάς μου. Ο σύντροφός μου είχε πάρει μια γενναιόδωρη άδεια από τη δουλειά του. Έμπαινα, δηλαδή, στη μητρότητα με τη μέγιστη ασφάλεια και σταθερότητα που θα μπορούσε μια μητέρα να έχει. Παρ’ όλα αυτά, αποτύγχανα να δώσω στην κόρη μου αυτά που περισσότερο είχε ανάγκη: τροφή και ύπνο.
Οι θηλές μου ήταν σχισμένες και πονούσαν. Όταν το μικρό της στόμα τις ακουμπούσε, αναρωτιόμουν αν γευόταν το αίμα. Νωρίτερα εκείνο το απόγευμα, χαϊδευτικά την αποκάλεσα “το βρυκολακάκι μας”. Δεν είναι περίεργο, σκεφτόμουν, που το γάλα είναι απλά –μετασχηματισμένο από το σώμα μας– αίμα; Η θαυματουργή αυτή παρασκευή, όμως, στη δική μου περίπτωση παρέπαιε. Το γάλα μου είχε μείνει πίσω. Πάλευα να βγάλω περισσότερο για να χορτάσει. Μου είχαν πει να επιμείνω, μέχρι να βελτιωθεί. “Συγχώρα με”, σκεφτόμουν. Λυπόμουν τόσο, μα τόσο πολύ.
Είχα προσπαθήσει να προετοιμαστώ. Είχα διαβάσει τα πάντα για τον θηλασμό, για το πώς να το κάνω καλύτερα. Τις βολικές πολυθρόνες, τη συγκοίμηση – για την οποία δεν ήμουν σίγουρη. Καταλάβαινα, ότι η συγκοίμηση έχει κινδύνους, όμως αν την έκανα σωστά, θα μπορούσε να είναι ασφαλής. Είχαμε πάρει μια καλαθούνα, όμως ήμουν ανοιχτή και στην ιδέα να την πάρω στο κρεβάτι μας. Δεν είχα φανταστεί, ότι θα φτάναμε να κλαίμε και οι δύο.
Και τότε, μέσα στο σκοτάδι, αναδύθηκε μια θύμηση. Κάποιες φορές, όταν είμαι τρομερά κουρασμένη, οι σκέψεις και οι αναμνήσεις μου ζωντανεύουν τόσο, που μπορεί και να μπερδεύω τι πραγματικά συνέβη – σα να ονειρεύομαι ξύπνια. Είδα, λοιπόν, τη μητέρα μου, ξαπλωμένη στο κρεβάτι δίπλα μου, με τα μαλλιά της να πέφτουν στο πρόσωπό της. Μπορούσα να την ακούω να ξεφυσά και έβλεπα τα φρύδια της να σμίγουν καθώς κοιμόταν, σα να την προβλημάτιζε κάτι.
Η ανάμνηση αυτή δεν προερχόταν από τα παιδικά μου χρόνια, μα από μια περίοδο της ζωής μου, γύρω στα 20. Είχα βουτήξει ξανά στην κατάθλιψη που είχε στοιχειώσει τα εφηβικά μου χρόνια. Και παρόλο που προσπαθούσα να το κρύψω, με ανακάλυψαν. Και η μητέρα μου τότε αποφάσισε να μετακομίσει το στο κρεβάτι μου.
Δεν με ρώτησε, ούτε και το αρνήθηκα. Δεν είχα τη δύναμη να αντισταθώ. Αλλά θυμάμαι να σκέφτομαι, ότι ήταν γελοίο. Πώς θα με βοηθούσε, δηλαδή, το να κοιμάται μαζί μου; Για χρόνια με ταλαιπωρούσε μια αϋπνία που συνέβαλε τελικά στο να γράψω το τρίτο μου μυθιστόρημα, The Sleep Watcher. Αμέτρητες νύχτες είχα περάσει να περιπλανιέμαι στο πατρικό μου προσπαθώντας να νυστάξω. Στα 20 μου είχα το ίδιο πρόβλημα. Έτσι, έμενα ξάγρυπνη και κοίταζα τη μητέρα μου να κοιμάται. Δεν με έκανε λιγότερο θλιμμένη. Δεν μπορούσε καν να με κρατήσει ασφαλή – ήμουν ενήλικας και όλη την μέρα θα συνέχιζα να κυκλοφορώ μόνη μου στον κόσμο. Και πάλι, κοιμόταν εκεί μέχρι να αποφασίσει ότι ήμουν πλέον καλά και έτοιμη να κοιμηθώ ξανά μόνη μου.
Καθώς αυτή η ανάμνηση έπαιζε ξανά στο μυαλό μου, λοιπόν, συνειδητοποίησα ότι η μητέρα μου είχε χρησιμοποιήσει τη συγκοίμηση. Αντιλαμβανόμενη, ότι δεν υπήρχε κάτι άλλο που μπορούσε να κάνει για το ενήλικο παιδί της, επέλεξε να είναι εκεί κατά την διάρκεια της νύχτας. Και με βοήθησε – έστω και με έναν μη προφανή και στιγμιαίο τρόπο. Το σώμα της μου θύμιζε πόσο πολύ κάποιος με αγαπάει. Οι υποστηρικτές της συγκοίμησης λένε ότι ο αποχωρισμός από το μωρό θα έρθει φυσικά – δεν υπάρχει περίπτωση να κοιμάστε στο ίδιο κρεβάτι μέχρι την ενηλικίωσή του. Φαίνεται, όμως, ότι υπάρχουν εξαιρέσεις.
Ο ΥΠΝΟΣ ΜΕ ΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΜΟΥ ΔΕΝ ΘΕΡΑΠΕΥΣΕ ΤΗΝ ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ ΜΟΥ. ΟΜΩΣ Η ΑΓΑΠΗ ΤΗΣ ΜΟΥ ΕΔΩΣΕ ΕΝΑ ΑΣΦΑΛΕΣ ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΟΠΟΙΟ ΘΑ ΕΔΙΝΑ ΤΙΣ ΔΙΚΕΣ ΜΟΥ ΜΑΧΕΣ.
Βυθισμένη στο σκοτάδι, λοιπόν, υποσχέθηκα στην κόρη μου: θα κάνω ό,τι είναι δυνατόν για να ανακουφίζω τους πόνους σου και να διαλύω τις λύπες σου. Κι αν όλα αποτύχουν, θα είμαι εκεί για όσο με χρειάζεσαι.
Στους μήνες που ακολούθησαν, υπήρξαν και εύκολα και δύσκολα βράδια. Υπήρξαν φορές που αμφισβήτησα την αξία και τη δύναμή μου. Θα έλεγα ψέματα αν ισχυριζόμουν πως τη στιγμή εκείνη κατάλαβα τι θα πει μητρότητα. Όμως κάθε φορά που νιώθω να “πνίγομαι”, θυμάμαι εκείνη τη νύχτα και την υπόσχεση που της έδωσα. Και η ντροπή ότι δεν είμαι αρκετά καλός γονιός σβήνει. Γιατί ξέρω ότι τουλάχιστον υπάρχει ένα πράγμα που μπορώ να κάνω γι’ αυτήν.
Τελευταία, κοιμάται ήσυχα στην κούνια της. Οι φίλοι με προειδοποιούν ότι αυτό μπορεί να αλλάξει από μέρα σε μέρα. Ξέρω ότι ο κόσμος τής επιφυλάσσει νέες λύπες στο μέλλον. Δυστυχώς, το φιλί της μάνας δεν μπορεί να ανακουφίσει κάθε πληγή. Ο ύπνος με τη μητέρα μου δεν θεράπευσε την κατάθλιψή μου. Όμως είχε σημασία. Δεν κατάλαβα τι έκανε η μάνα μου για εμένα, μέχρι που πέρασε τουλάχιστον μια δεκαετία. Όμως η αγάπη της πρόσφερε ένα ασφαλές καταφύγιο μέσα στο οποίο έδινα τις δικές μου μάχες. Θα προσπαθήσω να κάνω το ίδιο για το δικό μου παιδί. Εύχομαι πως ακόμα κι όταν οι προσπάθειές μου δεν θα έχουν ένα εμφανές αντίκτυπο, η αγάπη αυτή θα έχει τόσο εμποτίσει το δέρμα της, που θα λειτουργήσει σαν πανοπλία για τα χρόνια που θα έρθουν.