ΨΩΜΙ, ΚΟΤΟΠΟΥΛΟ, ΝΤΟΜΑΤΑ: ΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟ ΚΟΣΤΟΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΟΡΑΣ ΤΟΥΣ
Ο Vaclav Smil θεωρείται ένας από τους 100 κορυφαίους στοχαστές παγκοσμίως στην ιστορία της ανάπτυξης. Μέσα από το βιβλίο του «Πώς λειτουργεί πραγματικά ο κόσμος», προσπαθεί να μας εξηγήσει τους βασικούς παράγοντες που καθορίζουν την επιβίωση και την ευημερία μας.
Ο Vaclav Smil είναι Ομότιμος Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Μανιτόμπα. Θεωρείται ένας από τους 100 κορυφαίους στοχαστές παγκοσμίως στην ιστορία της ανάπτυξης και μάστερ στην στατιστική ανάλυση, μελετώντας τομείς όπως η ενέργεια και η παραγωγή τροφίμων. Είναι συγγραφέας δεκάδων βιβλίων, ανάμεσα σε αυτά το μπεστ σέλερ των New York Times «Πώς λειτουργεί πραγματικά ο κόσμος» (How the World Really Works), στο οποίο προσπαθεί να μας εξηγήσει θεμελιώδη στοιχεία της παγκόσμιας οικονομίας, τους βασικούς παράγοντες που καθορίζουν την επιβίωση και την ευημερία μας.
«Στόχος μου δεν είναι να προβλέψω το μέλλον, ούτε και να παρουσιάσω ουτοπικά ή δυστοπικά σενάρια.[...] Μακροπρόθεσμα, οι πιθανές εξελίξεις είναι τόσο πολλές και απρόβλεπτες και οι αλληλεπιδράσεις τόσο περίπλοκες, που είναι αδύνατον να προβλεφθούν από ένα άτομο ή ομάδα ατόμων. [...] Δεν είμαι ούτε αισιόδοξος ούτε απαισιόδοξος. Είμαι επιστήμονας, που προσπαθεί να εξηγήσει πώς λειτουργεί πραγματικά ο κόσμος», λέει ο ίδιος για το βιβλίο του.
Το «Πώς λειτουργεί πραγματικά ο κόσμος» αναφέρεται στους Τέσσερις Πυλώνες του Σύγχρονου Πολιτισμού: αμμωνία, πλαστικά, χάλυβας και τσιμέντο. Όταν μιλάμε για τα ορυκτά καύσιμα και την κλιματική αλλαγή, οι περισσότεροι σκέφτονται την παραγωγή και τη μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας. Όμως, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά.
Πού εστιάζει ο Vaclav Smil
Η παραγωγή αυτών των τεσσάρων υλικών απαιτεί σχεδόν το 20% του συνολικού ενεργειακού εφοδιασμού στον κόσμο, εκλύοντας περίπου το 25% όλων των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.
«Εναλλακτικοί τρόποι κατασκευής αυτών των υλικών, χωρίς άνθρακα, είναι γνωστοί, αλλά κανένας δεν είναι διαθέσιμος για άμεση μεγάλης κλίμακας εμπορική ανάπτυξη. Όταν υπάρχει τόσο μεγάλη ζήτηση, απανθρακοποίηση δεν μπορεί να γίνει μέσα σε λίγα χρόνια. Η εξέλιξη είναι προτιμότερη από την επανάσταση. Θα πρέπει να επιμείνουμε στο να κάνουμε πολλά μικρά πράγματα, τα οποία τελικά αθροίζονται», έχει πει σε συνέντευξή του ο Vaclav Smil. Ποια είναι αυτά;
- Να μην σπαταλάμε το 40% της τροφής μας.
- Να μην θερμαίνουμε ή να ψύχουμε το σύμπαν με κακοσχεδιασμένα και τεράστια σπίτια.
- Να μην σπαταλάμε καύσιμα οδηγώντας SUV.
- Να μην σχεδιάζουμε πόλεις που απαιτούν μεγάλες μετακινήσεις.
- Να μην συγκεντρώνουμε προϊόντα που σπάνια χρησιμοποιούμε.
Παρακάτω θα βρεις ένα απόσπασμα από το σπουδαίο αυτό βιβλίο του Vaclav Smil, με τίτλο «Το ενεργειακό κόστος του ψωμιού, του κοτόπουλου και της ντομάτας».
Το κόστος του ψωμιού
Δεδομένης της τεράστιας ποικιλίας ψωμιού, θα εξετάσω μόνο μερικά είδη ζυμωτού ψωμιού που συναντάμε συνηθέστερα στη δυτική διατροφή αλλά που πλέον είναι διαθέσιμα και σε άλλες περιοχές από τη Δυτική Αφρική (όπου επικρατεί η γαλλική μπαγκέτα) μέχρι την Ιαπωνία (κάθε μεγάλο πολυκατάστημα διαθέτει πλέον ένα γαλλικό ή γερμανικό αρτοποιείο). Οφείλουμε να ξεκινήσουμε με το σιτάρι και ευτυχώς υπάρχουν άφθονες έρευνες που έχουν αποπειραθεί να ποσοτικοποιήσουν όλες τις εισόδους σε καύσιμα και ηλεκτρική ενέργεια και να τις συγκρίνουν ανά συγκομιζόμενη έκταση ή ανά μονάδα απόδοσης για διαφορετικά είδη σιτηρών. Η καλλιέργεια σιτηρών βρίσκεται στη βάση της πυραμίδας έμμεσων ενεργειακών συμβολών, δηλαδή απαιτεί σχετικά λιγότερη ενέργεια σε σύγκριση με δύο άλλα επιλεγμένα τρόφιμά μας, αλλά όπως θα δούμε, η απαιτούμενη ποσότητα ενέργειας παραμένει ανέλπιστα υψηλή.
Η αποδοτική αμερικανική παραγωγή σιταριού στις αχανείς, βροχοεξαρτώμενες εκτάσεις των Μεγάλων Πεδιάδων απαιτεί μόλις τέσσερα περίπου μεγατζάουλ ανά κιλό σιταριού. Δεδομένου ότι μεγάλο μέρος της απαιτούμενης ενέργειας παρέχεται από καύσιμο ντίζελ που προκύπτει από τη διύλιση του πετρελαίου, η σύγκριση είναι πιο απτή όταν γίνεται με όρους αντίστοιχων σε ντίζελ και όχι θεμελιωδών μονάδων ενέργειας (τζάουλ). Επίσης, η έκφραση των απαιτήσεων σε ντίζελ με όρους όγκου ανά μονάδα εδώδιμου προϊόντος (είτε είναι 1 κιλό, ένα καρβέλι ψωμί ή ένα γεύμα) μας βοηθάει να φανταστούμε καλύτερα την ενεργειακή συμβολή.
Με το ντίζελ να περιέχει 36,9 μεγατζάουλ ανά λίτρο, το τυπικό ενεργειακό κόστος του σιταριού που παράγεται στις Μεγάλες Πεδιάδες είναι σχεδόν 100 ml (1 δεκατόλιτρο ή 0,1 λίτρα) καύσιμου ντίζελ ανά κιλό – κάτι λιγότερο από μισή κούπα. Θα χρησιμοποιήσω την αντιστοιχία σε όγκο καυσίμου ντίζελ για να εκφράσω το ενεργειακό κόστος κάθε τρόφιμου.
Το ψωμί με προζύμι είναι το απλούστερο είδος ζυμωτού ψωμιού και βασικό τρόφιμο του ευρωπαϊκού πολιτισμού: περιέχει μόνο αλεύρι, νερό και αλάτι και το προζύμι παρασκευάζεται, φυσικά, από αλεύρι και νερό. Ένα κιλό τέτοιου ψωμιού αποτελείται περίπου από 580 γραμμάρια αλευριού, 410 γραμμάρια νερού και δέκα γραμμάρια αλατιού. Η άλεση –η απομάκρυνση δηλαδή του πίτουρου, του εξωτερικού κελύφους– μειώνει τη μάζα του αλεσμένου σιταριού κατά 25% περίπου (η απόδοση αλεύρου είναι της τάξης του 72-76%). Αυτό σημαίνει ότι για να πάρουμε 580 γραμμάρια αλεύρι πρέπει να ξεκινήσουμε με 800 γραμμάρια ανεπεξέργαστου σιταριού, ποσότητα που για να παραχθεί απαιτούνται 80 ml καυσίμου ντίζελ.
Η άλεση απαιτεί περίπου 50 mL/kg για την παραγωγή μαλακού σιτάλευρου, ενώ σύμφωνα με τα δημοσιοποιημένα στοιχεία η διαδικασία ψησίματος στις σύγχρονες αποδοτικές μονάδες που καταναλώνουν φυσικό αέριο και ηλεκτρική ενέργεια αντιστοιχεί σε 100-200 mL/kg σε καύσιμα. Η καλλιέργεια του σιταριού, η άλεση και το ψήσιμο ενός καρβελιού με προζύμι απαιτεί επομένως ενεργειακές εισόδους που αντιστοιχούν σε τουλάχιστον 250 mL καυσίμου ντίζελ. Για μια μπαγκέτα κανονικού μεγέθους (250 γραμμάρια) το ενεργειακό αντίστοιχο είναι περίπου 2 κουταλιές της σούπας ντίζελ και για ένα μεγάλο γερμανικό Bauernbrot (2 κιλών) περίπου 2 κούπες (λιγότερο για ένα καρβέλι ολικής άλεσης).
Το πραγματικό ενεργειακό κόστος σε ορυκτά καύσιμα είναι ακόμη υψηλότερο γιατί μόνο ένα μικρό μέρος του ψωμιού ψήνεται εκεί που αγοράζεται. Ακόμη και στη Γαλλία, οι boulangeries της γειτονιάς έχουν αρχίσει να εκλείπουν και οι μπαγκέτες ψήνονται και διανέμονται από κεντρικά αρτοποιεία: η εξοικονόμηση ενέργειας από τις βιομηχανικής κλίμακας αποδόσεις αντισταθμίζονται από το αυξημένο κόστος μεταφοράς και το συνολικό κόστος (από την καλλιέργεια και την άλεση του σιταριού μέχρι το ψήσιμο σε κάποια μεγάλη μονάδα και τη διανομή του άρτου σε απομακρυσμένους πελάτες) ενδεχομένως να αντιστοιχεί σε κατανάλωση 600 mL ντίζελ ανά κιλό ψωμιού!
Και αν η τυπική αναλογία (περίπου 5:1) εδώδιμης μάζας με τη μάζα της απαιτούμενης ενέργειας (1 κιλό ψωμιού αντιστοιχεί περίπου σε 210 γραμμάρια ντίζελ) σας κάνει να αισθάνεστε άβολα, θυμηθείτε ότι όπως επισήμαναν τα σιτηρά –ακόμη και κατόπιν της επεξεργασίας και της μετατροπής τους στα αγαπημένα τρόφιμά μας– βρίσκονται στη βάση της πυραμίδας με τα έμμεσα ενεργειακά κόστη. Ποιες θα ήταν άραγε οι επιπτώσεις εάν ακολουθούσαμε τη διατροφικά αμφισβητήσιμη συμβουλή των υποστηρικτών της παραπλανητικά αποκαλούμενης «παλαιολιθικής δίαιτας» να αποφεύγουμε όλα τα σιτηρά και να τρώμε μόνο κρέας, ψάρι, λαχανικά και φρούτα;
Το κόστος του κοτόπουλου
Αντί να αναλύσω το ενεργειακό κόστος της παραγωγής μοσχαρίσιου κρέατος (είδος κρέατος που έχει ήδη κακολογηθεί πολύ), θα ποσοτικοποιήσω τις ενεργειακές επιβαρύνσεις της πιο αποδοτικής κρεοπαραγωγής από τα κοτόπουλα που εκτρέφονται σε μεγάλα ορνιθοτροφεία όπου δεκάδες χιλιάδες πτηνά στρυμώχνονται σε επιμήκεις ορθογώνιους κλωβούς σε εγκαταστάσεις με χαμηλό φωτισμό (όσο περίπου σε μια φεγγαροφώτιστη νύχτα) και ταΐζονται για περίπου εφτά βδομάδες προτού μεταφερθούν για σφαγή. Το αμερικανικό Υπουργείο Γεωργίας δημοσιεύει στατιστικές για την ετήσια αποδοτικότητα εκτροφής οικόσιτων ζώων και τις τελευταίες πέντε δεκαετίες αυτοί οι λόγοι (μονάδες ζωοτροφής εκφρασμένες σε γραμμάρια καλαμποκιού ανά μονάδα ζωντανού βάρους) δεν φανερώνουν οποιαδήποτε πτωτική τάση για το μοσχαρίσιο ή το χοιρινό κρέας, αλλά εντυπωσιακή αύξηση της αποδοτικότητας στην περίπτωση του κοτόπουλου.
Το 1950, απαιτούνταν τρεις μονάδες ζωοτροφής ανά μονάδα βάρους ζωντανού κοτόπουλου· πλέον ο αριθμός έχει πέσει στο 1,82, ένα τρίτο περίπου του αντίστοιχου λόγου για τους χοίρους και το ένα έβδομο για τα βοοειδή. Προφανώς, δεν τρώγεται ολόκληρο το πτηνό (τα φτερά, τα πούπουλα και τα κόκαλα δεν καταναλώνονται) και η προσαρμογή για το βρώσιμο βάρος (περίπου 60% του ζωντανού βάρους) θέτει τη χαμηλότερη αναλογία ζωοτροφής-κρέατος στο 3:1. Για την εκτροφή ενός κοτόπουλου στην Αμερική (όπου αυτή τη στιγμή το βρώσιμο βάρος είναι πολύ κοντά στο ένα κιλό) απαιτούνται τρία κιλά καλαμπόκι. Η βροχοεξαρτώμενη καλλιέργεια του καλαμποκιού έχει υψηλή απόδοση και σχετικά χαμηλά ενεργειακά κόστη –με αντιστοιχία περίπου 50 ml ντίζελ ανά κιλό καλαμποκιού–, αλλά το ενεργειακό κόστος των αρδεύσιμων καλλιεργειών καλαμποκιού φτάνει να είναι ακόμη και διπλάσιο και η τυπική απόδοση των καλλιεργειών και της ορνιθοτροφίας είναι χαμηλότερες στον υπόλοιπο κόσμο απ’ ό,τι στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ως αποτέλεσμα, μόνο τα κόστη εκτροφής μπορεί να κυμαίνονται από 150 mL ντίζελ ανά κιλό βρώσιμου κρέατος έως και 750 mL/kg.
Επιπλέον ενεργειακά κόστη προκύπτουν από το ευρείας κλίμακας διηπειρωτικό εμπόριο τροφίμων όπου κυριαρχούν οι μεταφορές αμερικανικού καλαμποκιού και σόγιας και η εξαγωγή σόγιας από τη Βραζιλία. Η καλλιέργεια της βραζιλιάνικης σόγιας απαιτεί αντίστοιχο 100 mL ντίζελ ανά κιλό σόγιας, αλλά η οδική μεταφορά της από τις περιοχές παραγωγής στα λιμάνια και η θαλάσσια μεταφορά της στην Ευρώπη διπλασιάζει το ενεργειακό κόστος. Για να φτάσει ένα κοτόπουλο σε βάρος σφαγίου απαιτείται επίσης ενέργεια για θέρμανση, κλιματισμό και συντήρηση των ορνιθοτροφείων, για παροχή νερού και προμήθεια πριονιδιού και για την απομάκρυνση και την κομποστοποίηση των λυμάτων. Αυτές οι απαιτήσεις ποικίλλουν ανάλογα με την τοποθεσία (πάνω από όλα, λόγω του κλιματισμού το καλοκαίρι και της θέρμανσης τον χειμώνα) και επομένως όταν συνδυάζεται με το ενεργειακό κόστος της χρησιμοποιούμενης ζωοτροφής καταλήγουμε σε ένα εύρος όγκου καυσίμου από 50 έως 300 mL ανά κιλό βρώσιμου κρέατος.
Έτσι η συντηρητικότερη συνολική εκτίμηση κόστους της εκτροφής αντιστοιχεί περίπου στα 200 mL ντίζελ ανά κιλό κρέατος που μπορεί όμως να αγγίξει και το ένα λίτρο.
ΣΤΗ ΓΑΛΛΙΑ ΕΝΑ ΚΙΛΟ ΟΛΟΚΛΗΡΟΥ ΚΟΤΟΠΟΥΛΟΥ ΚΟΣΤΙΖΕΙ ΜΟΛΙΣ 25% ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΗ ΜΕΣΗ ΤΙΜΗ ΤΟΥ ΨΩΜΙΟΥ.
Προσθέτοντας την ενέργεια που απαιτείται για τη σφαγή και την επεξεργασία του κοτόπουλου (το κρέας πωλείται κατά κύριο λόγο σε κομμάτια όχι ως ολόκληρο κοτόπουλο), τη λιανική πώληση, την αποθήκευση, την κατάψυξη σε οικιακό επίπεδο και τελικά το μαγείρεμά του, οι συνολικές ενεργειακές απαιτήσεις για να φτάσει ένα κιλό μαγειρεμένο κοτόπουλο στο πιάτο μας φτάνουν τουλάχιστον τα 300 με 350 mL αργού πετρελαίου: όγκος που αντιστοιχεί σε σχεδόν μισό μπουκάλι κρασί (και για τους λιγότερο αποδοτικούς παραγωγούς, σε πάνω από ένα λίτρο).
Το ελάχιστο των 300-350 mL/kg συνιστά εκπληκτική απόδοση συγκριτικά με τα 210-250 mL/kg για το ψωμί και αυτό αντανακλάται στη σχετικά φτηνή τιμή του κοτόπουλου: στις πόλεις των Ηνωμένων Πολιτειών, η μέση τιμή για έναν κιλό λευκού ψωμιού είναι μόλις 5% χαμηλότερη από τη μέση τιμή ανά κιλό ολόκληρου κοτόπουλου (με το ψωμί ολικής άλεσης να είναι 35% ακριβότερο!), ενώ στη Γαλλία ένα κιλό ολόκληρου κοτόπουλου κοστίζει μόλις 25% παραπάνω από τη μέση τιμή του ψωμιού. Αυτό εξηγεί την ταχεία άνοδο του κοτόπουλο ως κυρίαρχου είδους κρέατος σε όλες τις δυτικές χώρες (παγκοσμίως, το χοιρινό βρίσκεται ακόμη πρώτο, λόγω της τεράστιας ζήτησης της Κίνας).
Το κόστος της ντομάτας
Δεδομένου ότι οι βίγκαν επαινούν τη φυτοφαγία και το περιβαλλοντικό κόστος του κρέατος έχει προβληθεί πολύ από τα μέσα ενημέρωσης, ίσως υποθέσετε ότι η πρόοδος στη μείωση του ενεργειακού κόστους στην ορνιθοτροφία ωχριά συγκριτικά με εκείνη στην καλλιέργεια και στη διάθεση των λαχανικών στην αγορά. Αλλά θα κάνετε λάθος. Στην πραγματικότητα ισχύει το αντίθετο και δεν υπάρχει καλύτερο παράδειγμα για να δείξει κανείς αυτές τις αναπάντεχα υψηλές ενεργειακές επιβαρύνσεις από το να εξετάσει τις ντομάτες. Τα έχουν όλα: ελκυστικό χρώμα, ποικιλία σχημάτων, λεία φλούδα και χυμώδη καρπό. Βοτανολογικά, η ντομάτα είναι φρούτο, ο καρπός του στρύχνου του λυκοπερσικού. Πρόκειται για ένα μικρό φυτό ιθαγενές της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής που εισήχθη στον υπόλοιπο κόσμο την εποχή των πρώτων ευρωπαϊκών ταξιδιών πέρα του Ατλαντικού, αλλά που χρειάστηκε γενιές για να διαδοθεί σε ολόκληρο τον κόσμο. Η ντομάτα τρώγεται ωμή, σε σούπες, γεμιστή, ψητή, κομμένη κομμάτια, βραστή, τριμμένη σε σάλτσες και σε διάφορες σαλάτες και άλλα πιάτα και είναι από τα αγαπημένα τρόφιμα παγκοσμίως σε χώρες από το Μεξικό και το Περού από όπου προήλθε, μέχρι την Ισπανία, την Ιταλία, την Ινδία και την Κίνα (που πλέον είναι η μεγαλύτερη παραγωγός).
Τα εγχειρίδια διατροφολογίας εξαίρουν την υψηλή περιεκτικότητά της σε βιταμίνη C: βασικά μία μεγάλη ντομάτα (200 γραμμάρια) μπορεί να προσφέρει τα δύο τρίτα της ενδεικτικής ημερήσιας πρόσληψης ενός ενήλικα. Αλλά όπως και με όλα τα υπόλοιπα φρέσκα και ζουμερά φρούτα, δεν την τρώμε για το ενεργειακό της περιεχόμενο: κατ’ ουσία είναι ένα πολύ ελκυστικό δοχείο νερού που αποτελεί και το 95% του όγκου της. Το υπόλοιπο 5% είναι κυρίως υδατάνθρακες, λίγη πρωτεΐνη και ένα ίχνος λιπαρών. Οι ντομάτες μπορούν να καλλιεργηθούν σε οποιαδήποτε περιοχή με τουλάχιστον 90 ημέρες ζεστού καιρού τον χρόνο, από την ξύλινη βεράντα μιας παραθαλάσσιας αγροικίας στα περίχωρα της Στοκχόλμης, μέχρι σε κήπους στα Καναδικά Λιβάδια (και στις δύο περιπτώσεις από φυτά που αρχικά αναπτύσσονται σε εσωτερικό χώρο).
Ωστόσο η καλλιέργεια για εμπορική εκμετάλλευση είναι άλλη υπόθεση. Όπως με τα περισσότερα φρούτα και λαχανικά που καταναλώνονται στις σύγχρονες κοινωνίες, η καλλιέργεια ντομάτας είναι κάτι πολύ εξειδικευμένο και οι περισσότερες ποικιλίες που είναι διαθέσιμες στα σουπερμάρκετ της Βόρειας Αμερικής και της Ευρώπης προέρχονται από συγκεκριμένα μόνο μέρη. Στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι η Καλιφόρνια· στην Ευρώπη η Ιταλία και η Ισπανία. Για να αυξήσουν την απόδοσή τους, να βελτιώσουν την ποιότητα και να μειώσουν την ένταση των ενεργειακών εισόδων, οι ντομάτες καλλιεργούνται ολοένα και περισσότερο σε σήραγγες καλυμμένες με πλαστικό ή σε θερμοκήπια, όχι μόνο στον Καναδά και στην Ολλανδία, αλλά επίσης στο Μεξικό, στην Κίνα, στην Ισπανία και στην Ιταλία.
ΟΙ ΝΤΟΜΑΤΕΣ ΚΑΛΛΙΕΡΓΟΥΝΤΑΙ ΟΛΟΕΝΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΣΕ ΣΗΡΑΓΓΕΣ ΚΑΛΥΜΜΕΝΕΣ ΜΕ ΠΛΑΣΤΙΚΟ Ή ΣΕ ΘΕΡΜΟΚΗΠΙΑ.
Και κάπως έτσι επιστρέφουμε στα ορυκτά καύσιμα και την ηλεκτρική ενέργεια. Τα πλαστικά αποτελούν φτηνότερη εναλλακτική από την κατασκευή γυάλινων θερμοκηπίων με πολλαπλές σήραγγες, και η καλλιέργεια ντομάτας απαιτεί επίσης πλαστικά κλιπ, πασσάλους και διατάξεις υδρορροών. Στα μέρη όπου οι ντοματιές καλλιεργούνται σε ανοιχτό χώρο, το έδαφος σκεπάζεται με πλαστικά καλύμματα για να μειωθεί η εξάτμιση του νερού και να αποτραπεί η ανάπτυξη ζιζανίων. Η σύνθεση πλαστικών βασίζεται στους υδρογονάνθρακες (αργό πετρέλαιο και φυσικό αέριο), τόσο για πρώτες ύλες όσο και για την ενέργεια που απαιτείται για την παραγωγή τους. Στις πρώτες ύλες περιλαμβάνονται το αιθάνιο και άλλα υγρά φυσικού αερίου και η νάφθα που παράγεται κατά τη διύλιση του αργού πετρελαίου. Το φυσικό αέριο χρησιμοποιείται επίσης ως καύσιμο στην παραγωγή πλαστικών και είναι (όπως ήδη αναφέραμε) η σημαντικότερη πρώτη ύλη –η πηγή υδρογόνου– για τη σύνθεση της αμμωνίας. Άλλοι υδρογονάνθρακες λειτουργούν ως πρώτη ύλη για την παραγωγή προστατευτικών ενώσεων (εντομοκτόνων και μυκητοκτόνων), αφού και τα φυτά που καλλιεργούνται σε θερμοκήπια από πλαστικό ή γυαλί δεν έχουν ανοσία στα παράσιτα και τις ασθένειες.
Μπορούμε εύκολα να εκφράσουμε τα ετήσια λειτουργικά κόστη της καλλιέργειας ντομάτας σε χρήμα προσθέτοντας τις δαπάνες για φιντάνια, λιπάσματα, αγροχημικά, νερό, θέρμανση και εργασία και υπολογίζοντας αναλογικά τα κόστη της αρχικής δομής και των συσκευών –μεταλλικά ερείσματα, πλαστικά καλύμματα, γυαλί, σωληνώσεις, γούρνες, θερμαντικές μονάδες– για εγκαταστάσεις άνω του ενός έτους. Αλλά δεν είναι τόσο εύκολο να καταλήξουμε στον τελικό ενεργειακό απολογισμό. Οι είσοδοι σε άμεση ενέργεια μετριούνται εύκολα με βάση τους λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος και την αγορά βενζίνης ή ντίζελ, αλλά ο υπολογισμός των έμμεσων ροών ενέργειας στην παραγωγή των υλικών απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις λογιστικής και συνήθως βασίζεται σε υποθέσεις.
Λεπτομερείς έρευνες έχουν ποσοτικοποιήσει αυτές τις εισόδους και τις έχουν πολλαπλασιάσει με το τυπικό ενεργειακό κόστος τους: για παράδειγμα η ενέργεια που απαιτείται για τη σύνθεση, τη διαμόρφωση και τη συσκευασία 1 κιλού αζωτούχου λιπάσματος αντιστοιχεί περίπου σε 1,5 λίτρα καυσίμου ντίζελ. Φυσικά τα συμπεράσματα των συγκεκριμένων ερευνών ποικίλλουν, αλλά μία από αυτές –μάλλον η πιο ενδελεχής έρευνα της καλλιέργειας ντομάτας σε θερμαινόμενα και μη θερμοκήπια πολλαπλής σήραγγας στην Αλμερία της Ισπανίας– έδειξε ότι οι αθροιστικές ενεργειακές απαιτήσεις της καθαρής παραγωγής είναι πάνω από 500 mL ντίζελ (πάνω από δύο κούπες) ανά κιλό για την πρώτη κατηγορία (θερμαινόμενο θερμοκήπιο) και μόλις 150 mL/kg για τη δεύτερη.
Το ενεργειακό κόστος είναι τόσο υψηλό, γιατί κατά κύριο λόγο, οι ντομάτες θερμοκηπίου είναι μία από τις καλλιέργειες με την εντατικότερη χρήση λιπασμάτων παγκοσμίως: ανά μονάδα έκτασης λαμβάνουν έως και δέκα φορές παραπάνω άζωτο (καθώς και φώσφορο) απ’ ό,τι οι καλλιέργειες καλαμποκιού, το σημαντικότερο καλλιεργητικό είδος στην Αμερική. Χρησιμοποιούνται επίσης θείο, μαγνήσιο και άλλα μικροθρεπτικά συστατικά, καθώς και χημικά που προστατεύουν από έντομα και μύκητες.
ΤΑ ΦΥΤΑ ΠΟΥ ΚΑΛΛΙΕΡΓΟΥΝΤΑΙ ΣΕ ΘΕΡΜΟΚΗΠΙΑ ΑΠΟ ΠΛΑΣΤΙΚΟ Ή ΓΥΑΛΙ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΑΝΟΣΙΑ ΣΤΑ ΠΑΡΑΣΙΤΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΑΣΘΕΝΕΙΕΣ.
Η θέρμανση είναι η σημαντικότερη χρήση άμεσης ενέργειας στις καλλιέργειες θερμοκηπίου: παρατείνει τη διάρκεια της καλλιεργητικής περιόδου και βελτιώνει την ποιότητα της σοδειάς αλλά, αναπόφευκτα, όταν χρησιμοποιείται σε ψυχρότερα κλίματα συνιστά την πλέον δαπανηρή κατανάλωση ενέργειας.
Τα πλαστικά θερμοκήπια στο νοτιότερο μέρος της Αλμερίας αποτελούν την εκτενέστερη, καλυμμένη περιοχή εμπορικής καλλιέργειας αγροτικών προϊόντων, περίπου 40.000 εκτάρια (ένα τετράγωνο 20 x 20 km), και διακρίνεται με ευκολία από λήψεις δορυφόρου –δείτε και μόνοι σας στο Google Earth. Μάλιστα μπορείτε να περιηγηθείτε στην περιοχή χρησιμοποιώντας το Google Street View, που προσφέρει την απόκοσμη εμπειρία να δείτε από κοντά αυτές τις γιγάντιες δομές χαμηλού υψομέτρου που είναι καλυμμένες με πλαστικό. Κάτω από αυτή τη θάλασσα πλαστικού, οι Ισπανοί καλλιεργητές και οι εργάτες (ντόπιοι, αλλά και μετανάστες από την Αφρική) παράγουν ετησίως (σε θερμοκρασίες που συχνά ξεπερνάει τους 40 βαθμούς κελσίου) σχεδόν τρία εκατομμύρια τόνους πρώιμων και εκτός εποχής λαχανικών (ντομάτες, πιπεριές, πράσινα φασόλια, κολοκυθάκια, μελιτζάνες, πεπόνια και καρπούζια που ανήκουν στα κολοκυνθοειδή) και ορισμένων φρούτων και εξάγουν περίπου το 80% στα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ένα φορτηγό που μεταφέρει 13 τόνους ντομάτα από την Αλμερία στη Στοκχόλμη διανύει 3.745 χιλιόμετρα και καταναλώνει περίπου 1.120 λίτρα ντίζελ.
Αυτό αντιστοιχεί σε 90 mL ανά κιλό ντομάτας και η μεταφορά, η αποθήκευση και η συσκευασία στα τοπικά κέντρα διανομής καθώς και οι παραδόσεις σε καταστήματα αυξάνουν την αντιστοιχία σε σχεδόν 130 mL/kg.
Αυτό σημαίνει πως οι ντομάτες που αγοράζει κανείς από τα θερμαινόμενα θερμοκήπια της Αλμερίας στα σκανδιναβικά σουπερμάρκετ, ενσωματώνουν υψηλά έμμεσα ενεργειακά κόστη παραγωγής και μεταφοράς. Συνολικά αντιστοιχούν σε περίπου 650 mL/kg ή πάνω από πέντε κουταλιές της σούπες (14,8 mL η μία) ντίζελ για μία ντομάτα μεσαίου μεγέθους (125 γρ.)! Μπορείτε να κάνετε μια επίδειξη –εύκολα και χωρίς σπατάλη– της συμβολής σε ορυκτά καύσιμα κόβοντας μία ντομάτα μεσαίου μεγέθους, απλώνοντάς τη στο πιάτο και ρίχνοντας πέντε έξι κουταλιές σκούρου λαδιού (το σουσαμέλαιο είναι πολύ κοντά στο χρώμα του ντίζελ). Όταν εντυπωσιαστούν όλοι με τις επιβαρύνσεις σε ορυκτά καύσιμα που ενσωματώνει μία ντομάτα, μεταφέρετε τα περιεχόμενα του πιάτου σε ένα μπολ, προσθέστε άλλες δύο τρεις ντομάτες, λίγη σος σόγιας, αλάτι, πιπέρι και λίγο σουσάμι και απολαύστε μια νοστιμότατη ντοματοσαλάτα.